Για πολλά χρόνια τον Χατζιδάκι τον ήξερα χαλαρά. «Γεια σας, τι κάνετε, πώς είστε;». Αλλά το '81 κυκλοφόρησε μια εφημερίδα που είχε ένα εξάστηλο με τίτλο «Χατζιδάκις: ντροπή γέννας της μάνας του». Το 'δα και ανατρίχιασα. Το τι του 'λεγε εκεί μέσα δε λέγεται. Όχι τόσο για τη Δεξιά, όσο για την ομοφυλοφιλία του. Και βέβαια πρόσβαλε και τη μάνα του, που τη μάνα του τη λάτρευε. Το ίδιο βράδυ με πήρε τηλέφωνο -δεν ξέρω γιατί πήρε εμένα. Ήταν πολύ ταραγμένος. «Τι είναι αυτά τα πράγματα;» επαναλάμβανε. (Ποια ήταν η αλήθεια; Επειδή η συγκεκριμένη εφημερίδα δεν του άρεσε και τη σνόμπαρε -δεν έκανε δηλώσεις, αρνιόταν συνεντεύξεις- αυτοί για εκδίκηση βάλανε αυτό το ανυπόγραφο εξάστηλο). Δώσαμε ραντεβού και πήγαμε στο «Πάρτυ» στο Παγκράτι. Είχε ηρεμήσει. Και μέσα στ' άλλα μου πετάει την ιδέα να φτιάξουμε ένα περιοδικό. Κανονίζουμε συνάντηση με τον εκδότη, τον Τεγόπουλο, για να στήσουμε το περιοδικό. Το φανταζόταν «με το πιο φτηνό χαρτί, όχι χρώματα και αρώματα, με ουσία και με πολλή πρόκληση». Ήθελε να βάλει τον Κωνσταντίνο Καραμανλή να μιλάει για κλασική μουσική -που δεν είχε ιδέα! Ή τον ποδοσφαιριστή τον Σαραβάκο να μιλάει για τη λογοτεχνία... Τέτοια προκλητικά πράγματα. Το ίδιο βράδυ, όμως, γίνεται ο μεγάλος σεισμός της Αθήνας και για 6 μήνες η ζωή στην πόλη διαλύεται. Και χαθήκαμε.
• Μετά το '81 συναντιόμασταν συχνά. Δεν ήμουν φίλος του, ήμουν σχεδόν φίλος του. Δεν ανήκα στον κύκλο του. Καμιά φορά, όμως, του άρεσε να φεύγει από τον κύκλο και να βγαίνει με μένα και τη γυναίκα μου. Δεν έχω ξαναδεί άντρα απέναντι στις γυναίκες σαν τον Χατζιδάκι: τζέντλεμαν, αβρός, κύριος! Ο Γκάτσος το 'λεγε: «Αν δεν ήταν ομοφυλόφιλος ο Μάνος, θα μας τις είχε φάει όλες!».
• Με παίρνει τηλέφωνο μια μέρα και μου λέει: «Μου δίνεις μια σελίδα στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία;». «Ευχαρίστως» του λέω «πώς θα την πούμε;». «Μικρά εθνικά θέματα». Ενθουσιάζομαι εγώ, βάζω τον αρχισυντάκτη να φτιάξει τη βινιέτα, ετοιμάζουμε και ραδιοφωνική διαφήμιση... «Πότε θα μου στείλεις τα κείμενα, Μάνο;», «Την Πέμπτη». Στέλνω την Πέμπτη κάποιον σπίτι του και δε βρίσκει κανέναν. Φτάνει η Παρασκευή, κλείνει η εφημερίδα, ο Μάνος εξαφανισμένος. Το Σάββατο τελικά τον βρίσκω: «Αχ ναι!» μου λέει «Ξέρεις τι; Δεν είχα έμπνευση. Και άμα δεν έχω έμπνευση, δεν μπορώ να γράψω. Με συγχωρείς». Πώς να μην συγχωρέσεις τον Μάνο;
• Είχε πάντα πολύ χιούμορ. Το '86, όταν έφυγε απ' το «Τέταρτο» του Κοσκωτά, τον ρώτησα: «Γιατί έφυγες;». Και μου απαντάει: «Μπήκε μια μέρα στο γραφείο μου ένας που τον έχει για αδερφό του ο Κοσκωτάς. Και μου λέει “Κύριε Χατζιδάκι, ο αδερφός μου σας θέλει στο γραφείο του”. 'Ακου παιδί μου” του λέω “παίρνω έναν καλό μισθό για να εργάζομαι. Αν πρόκειται να πηγαίνω και στο γραφείο του κυρίου Κοσκωτά, τότε θέλω τριπλασιασμό!"». Ή καμιά φορά του λέγαμε: «Μάνο, γιατί ψηφίζεις τη Δεξιά;». «Γιατί μου επιτρέπει να τη βρίζω. Τολμάς να βρίσεις το ΠΑΣΟΚ ή το ΚΚΕ; Θα σε κρεμάσουν ανάποδα! Η Δεξιά μου το επιτρέπει».
• Ήταν πολύ φίλος με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ο οποίος όμως είχε έναν καημό. Όποτε τον καλούσε, αργούσε να πάει. Μια φορά λοιπόν τον παίρνει τηλέφωνο ο Λαμπρίας: «Μάνο, σε θέλει ο Πρόεδρος στις 1 και 30 στον Αστέρα της Βουλιαγμένης. Σε παρακαλώ όμως, μην αργήσεις πάλι, δεν είναι σωστό να στήνεις τον Πρόεδρο». Βάζει ο Μάνος δέκα ξυπνητήρια, ντύνεται, παίρνει ένα ταξί, φτάνει στον Αστέρα 1 και 27. Ο Καραμανλής έρχεται ακριβώς 1 και 30. Του λέει ο Μάνος: «Όπως βλέπετε, κύριε Πρόεδρε, είμαι κάτι παραπάνω από συνεπής». Ο Καραμανλής τον κοιτάζει από πάνω ως κάτω και του λέει: «Να σου πω κάτι; Αλλη φορά προτιμώ να 'ρχεσαι πιο αργά παρά να μου 'ρχεσαι με μια κόκκινη κάλτσα και μια μπλε!».
• Δε θα ξεχάσω ποτέ ένα βράδυ του '89. Ήταν η τελευταία παράσταση που έκανε ο Χατζιδάκις στον Σείριο. Μόλις τελείωσε το πρόγραμμα, βγαίνουμε όλη η παρέα (ήταν μαζί κι ο Σαββόπουλος, ο Μαρίνος, ο Κραουνάκης...) και λέμε «πού να πάμε;». «Ελάτε σπίτι μας» λέει η Βιργινία, η γυναίκα μου. Ήταν ένα ωραίο ανοιξιάτικο βράδυ. Τρώγαμε, κουβεντιάζαμε, τραγουδούσαμε... Και ξαφνικά ο Χατζιδάκις σηκώνεται, πάει στο πιάνο και αρχίζει να παίζει. Σωπαίνουμε όλοι. Επί είκοσι λεπτά-μισή ώρα αυτοσχεδίαζε. Ήταν κάτι που δεν έκανε ποτέ μπροστά σε παρέα. Κι εγώ είμαι στον πειρασμό: Να πάρω την κάμερα να τον τραβήξω; Ο ίδιος δεν τα 'θελε αυτά, ούτε καν φωτογραφίες. Δίστασα και δεν έκανα τίποτα. Το 'χω μετανιώσει. Έπρεπε να τον τραβήξω, έστω και κρυφά.
• Ο Χατζιδάκις ποτέ δεν αυτοπροβαλλόταν. Δεν τον άκουσα ποτέ να λέει «εγώ που έκανα αυτό, εγώ που έκανα εκείνο». Δεν έχω δει πιο ευφυή, πιο εύστοχο άνθρωπο στις παρατηρήσεις του -αλλά χωρίς το «εγώ». Αντίθετα με άλλους μεγάλους μας μουσικούς που είναι όλο «εγώ, εγώ, εγώ»...
• Η μόνη φωτογραφία που έχω μαζί του είναι μία που τον χαιρετάω μετά από μια συναυλία στο Μέγαρο. Δεν το συμπαθούσε πολύ το Μέγαρο. Θυμάμαι έλεγε «Αυτά τα μεγαροπρεπή δε μου πάνε. Προτιμώ να γίνουν δέκα αίθουσες συναυλιών σε υπόγεια γκαράζ και να βγαίνουν από κει νέα ταλέντα και νέες μουσικές, παρά ένα Μέγαρο».
• Όταν αρρώστησε το '92 και πήγε στο Λονδίνο για εγχείριση, πήγαμε με τη γυναίκα μου να τον δούμε. Τον είχαν βγάλει απ' το νοσοκομείο και έμενε με την αδερφή του σ' ένα ξενοδοχειάκι δίπλα. «Καθίστε» μας λέει η αδερφή του «θα 'ρθει σε λίγο». Κι όπως καθόμαστε με τη γυναίκα μου βλέπω ένα φάντασμα να μπαίνει. Είχε μείνει μισός, ήταν ένας άλλος Χατζιδάκις. Προσπάθησα να κρύψω το σοκ. «Θυμάσαι Μάνο» του λέω «τη δεκαετία του '60, εκείνη τη χρυσή εποχή;». «Ποια χρυσή εποχή;» μου λέει «Μια κρούστα ήταν. Από κάτω έβραζε η συντήρηση και το κακό γούστο. Και τώρα συνεχίζεται αυτό και χειρότερα. Γιατί το ΠΑΣΟΚ -τουλάχιστον αισθητικά- είναι η συνέχεια της Χούντας. Τσιφτετέλια και αηδίες!». Ήταν πολύ απογοητευμένος και μάλιστα σε μια στιγμή είπε: «Έχασα τους φίλους μου, τον Γκάτσο, τον Τσαρούχη, τον Κουν, τη Μελίνα. Τι κάνω εγώ εδώ;».
• Η τελευταία φορά που τον είδα ήταν όταν με πήρε ένα βράδυ τηλέφωνο και μου λέει: «Έχετε καλό φαΐ στο σπίτι;», «Έχουμε» του λέω «αλλά απ' ό,τι ξέρω δεν πρέπει να τρως πολύ». «Ναι» μου λέει «σαν παππούς έχω γίνει. Μη το ένα, μη το άλλο, απόψε όμως θέλω να φάω». Είπα στη γυναίκα μου να φτιάξει κάτι ελαφρύ και περνάω στις εντεκάμιση απ' το σπίτι του να τον πάρω. «Πας πρώτα απ' την πλατεία Κολωνακίου;» μου λέει. Φτάνουμε στην πλατεία, «Κάνε έναν κύκλο και πήγαινε σ' εκείνο το περίπτερο». «Τι θέλεις;» του λέω. «Θέλω να κατέβω να αγοράσω ένα πακέτο τσιγάρα Davidoff». Του λέω «να πάω να στα πάρω εγώ». «Όχι, δεν κατάλαβες» μου λέει «δε θα τα καπνίσω. Το κάνω για το ασικλίκι». Κατέβηκε, τα πήρε, μπήκε στο αυτοκίνητο, άνοιξε το πακέτο, το μύρισε και το πέταξε. Για το ασικλίκι!
Λέω συχνά ότι η δημοσιογραφία μου έχει χαρίσει τέσσερις μεγάλες χαρές: δωρεάν δίσκους, δωρεάν βιβλία, ταξίδια και γνωριμίες με συναρπαστικούς ανθρώπους. Ο πιο συναρπαστικός ήταν ο Μάνος.
*ομορφιά, λεβεντιά παλικαριά
Ο Σεραφείμ Φυντανίδης μιλάει για το (σχεδόν) φίλο του
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου