Ήταν μια ζεστή μέρα του Ιουλίου με τα τζιτζίκια να έχουν ήδη αρχίσει τo τραγούδι τους, όταν πριν τις 11, χτυπούσα το κουδούνι στην αγροικία του Χρόνη και της Ρηνιώς. Ζούν εκεί, λίγο έξω από το Μικροχώρι Καπανδριτίου, κάτι παραπάνω από ένα τέταρτο του αιώνα. Πίσω από ένα παλιό βυσσινί Niva ξεπρόβαλε ο Χρόνης με βήματα αργά, συνοδευόμενος από επιβλητικό, λευκό, φουντωτά τριχωτό σκύλο. Αργότερα έμαθα ότι ήταν γένους θηλυκού, ονόματι Stormy. Καταιγίδα. Σε αντίθεση με το όνομα της δεν παρατηρούσες κάποια καταιγιστική συμπεριφορά. Στην ίδια περίπου ρότα κινήθηκε και ο βιός του Χρόνη. Μετά από μια τόσο καταιγιστική, πλήρη, ζωήέχεις απέναντι σου έναν άνθρωπο βαθιά ήρεμο, με σπάνιες εμπειρίες, γοητευτικά γερασμένο.
Καλωσόρισε, χαιρέτησα και σε λίγα λεπτά συζητούσαμε στη γωνιά του. Ανάμεσα μας το μικρό του γραφείο. Αριστερά του, ένα ανοικτό παράθυρο που ξεχείλιζε από τους κόκκινους ιβίσκους του Ελληνικού καλοκαιριού. Οι ερωτήσεις μου δεν έχουν τόση σημασία. Στο κείμενο που ακολουθεί, παραθέτονται μοναχά ο δικός του λόγος. Μεστός, καινοτόμος, ενδιαφέρων, ανθρώπινος, αγωνιστικός, ρομαντικός, σπαραξικάρδιος, οπωσδήποτε καταιγιστικός αλλά και αισιόδοξος, παρά το κλίμα της εποχής.
«..Πιστεύαμε, κάποιοι ρομαντικοί, τότε ότι μπορούσαμε να φτιάξουμε κάτι όμορφο, κάτι ιδιαίτερο, αλλά όπως έχει πει ο Δαντών: «τα βήματα της ανθρωπότητας είναι οι ταφόπλακες των ρομαντικών».Ήμαστε, θαρρώ, η τελευταία γενιά των Μοϊκανών, των ρομαντικών. Είχαμε έναν μύθο, πιστεύαμε μια ιδεολογία, για αυτή θυσιάζαμε και τη ζωή μας ακόμα. Για μια καλύτερη ανθρωπότητα, για μια ομορφότερη κοινωνία, όλα τα γνωστά. Ε! αποδείχτηκε ότι το όραμα της ιδανικής κοινωνίας που παλεύαμε δεν ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί, διότι η συνείδηση των ανθρώπων, κι όταν λέω συνείδηση εννοώ παιδεία, βαθιά παιδεία, δεν ήταν στο επίπεδο του πολιτισμού που έπρεπε να δημιουργήσει. Έτσι ξανακαβάλησε η εξουσία και με όλα τα προσχήματα, νόμιμα, ή παράνομα εγκαθίδρυσε ένα καινούργιο καθεστώς, χειρότερο από εκείνο που προϋπήρχε. Αυτό σε παγκόσμιο επίπεδο. Από την Οκτωβριανή επανάσταση, το Βιετναμ, την Κούβα, παντού…»
«…Οι μόνοι από τους επαναστάτες οραματιστές που διέσωσαν την αθωότητα τους είναι εκείνοι που σκοτώθηκαν νωρίς. Από τον Χριστό, τον Γκεβάρα, τον Βελουχιώτη, τον Μπελογιάννη, και τόσους άλλους…»
«..Δεν χάθηκε, δεν υπήρξε ευκαιρία, το ’44. Εδώ πάνω έχει ένα ταβερνάκι. Το είχε ένας γέροντας, ο μακαρίτης πια ο Μπάρμπα – Βασίλης. Καθόμαστε μια μέρα και κουβεντιάζαμε. Εγώ αντάρτης, εκείνος στον εθνικό στρατό. Ήταν πολυβολητής. Εκεί που τα πίναμε και τα λέγαμε, αναρωτιόταν τι παραλογισμό ζήσαμε. Γυρνάω και του λέω:«Βασίλη καλά που κράταγες το πολυβόλο σου γερά, γιατίαν είχαμε κερδίσει εμείς θα καταστρέφαμε την Ελλάδα».Έτσι είναι τα πράγματα. Το επίπεδο της καθοδήγησης και του λαού ήταν τέτοιο, που δεν μπορούσε να στηρίξει ένα καινούργιο πολιτισμό, πέρα από το γεγονός ότι οι συνθήκες ήταν τέτοιες, που τι θα γινόμαστε; Μια Βουλγαρία, μια Αλβανία, κάτι τέτοιο…»
«…Μετά τον εμφύλιο η δεξιά κράτησε όλους τους νόμους. Τον 509, το τρίτο ψήφισμα και πίεζε έως εξοντώσεως την αριστερά. Ανεξάρτητη δικαιοσύνη και κολοκύθια στο πάτερο. Άσε τις καταδίκες μου στα στρατοδικεία. Στις εξορίες όμως, μας στέλνανε αφού περνούσαμε -υποτίθεται, διότι δεν μας πήγαιναν ποτέ- από επιτροπές εφετών. Εκεί λοιπόν έγραφαν: «επί εν εισέτι έτος διότι κρίνεται επικίνδυνος δια την δημοσίαν τάξιν». Οι επιτροπές αυτές αποτελούνταν από δικαστές, όχι από στρατοδίκες. Πως στέλνεις ρε μαλάκα έναν άνθρωπο στην εξορία που ούτε καν τον γνωρίζεις;Κάθε χρόνο; Επί δέκα συνεχή χρόνια; Χωρίς να τον έχεις συναντήσει, να τον έχεις συζητήσει ούτε μια φορά;…»
«…Όταν επέστρεψα από ένα ταξίδι στη Σοβιετική Ένωση, το ’64, αφού είχα πάρει με χίλια ζόρια διαβατήριο, με ρώτησε η Ρηνιώ, πως είναι τα πράγματα. Ήμουν απογοητευμένος με αυτά που είχα αντικρίσει και της είπα. «Άσε, αλλά εμείς που ήμαστε Μεσογειακός λαός, θα σενιάρουμε έναν κομουνισμό, άλλο πράγμα.» Δεν τα πίστευα, αλλά τι να κάνω, τι να πω; Που να πάω; Το κόμμα και η πάλη μου για τον κομμουνισμό ήταν η ζωή μου η ίδια. Είναι εύκολο να αρνηθείς τη ζωή σου; Σήμερα ας πούμε, μια χαρά παλιοί σύντροφοι, είναι ακόμα στο κόμμα. Πώς να αρνηθούν τη ζωή τους;…»
«…Όταν μετά την δικτατορία αποφυλακίστηκα, δούλευα σε μια επιχείρηση. Κάποιος με ζητούσε επίμονα. Τον κοιτώ, με κοιτά ήταν ένας από τους βασανιστές μου στην ασφάλεια «Τι συμβαίνει; Πως από εδώ.» ρωτώ. «Ρε συ Χρόνη να, ..ντρέπομαι κιόλας, αλλά έχω ένα γιο, και δεν έχει δουλειά. Μήπως μπορείς να με βοηθήσεις;». Πιάσαμε την κουβέντα. Μετά πήγαμε στη «Σμαρώ», ένα ουζερί στην Καισαριανή, τα ήπιαμε και κλαίγαμε και οι δυο. Κοίτα να δεις. Όταν είσαι επαναστάτης και μάλιστα ρομαντικός, για να μπορέσεις να επιβιώσεις μέσα από αυτή τη κρεατομηχανή που σε περνά η εξουσία, πρέπει να φυλάξεις τον πολιτισμό και την αξιοπρέπειά σου σαν το ακριβότερο άρωμα. Να μην πέσεις στο επίπεδό τους. Μόνον αυτό σε σώζει σαν άνθρωπο. Αυτό είναι που σε κάνει άνθρωπο μέσα σε αυτή τη σύγκρουση. Αυτός είναι ο πολιτισμός. Αν βγαίναμε από τα πηγάδια που μας είχαν ρίξει, φορτωμένοι με χειροβομβίδες και μαχαίρια θα ήμαστε μια από τα ίδια…»
«…Στη φυλακή με τους συγκρατούμενους μου λέγαμε, σαν παιχνίδι, τι δουλειά θα κάναμε στο μέλλον. «Χρονάρα εσύ τι θα κάνεις;» ρωτούσαν. «Ενωματάρχης στην ασφάλεια», απαντούσα. Κι αυτοί νόμιζαν ότι έτσι, εγώ θα έπαιρνα την εκδίκησή μου. Αλλά δεν το έλεγα με αυτό το σκοπό. Ήθελα να παρηγορώ τις μανάδες για τα παιδιά τους, που ήταν μέσα. Φανταζόμουνα τι τράβαγε η μάνα μου, που μου έφερνε κάθε μέρα καθαρά ρούχα για να παίρνει τα ματωμένα, ώστε να καταλαβαίνει κάθε πότε με βασανίζουν…»
«…Το θέμα είναι να κερδίσεις τους ανθρώπους. Δεν μπορείς να σώσεις τους ανθρώπους αν δεν θέλουν οι ίδιοι να σωθούν. Εμείς οι κομμουνιστές το κάναμε αυτό. Ντε και καλά να τους σώσουμε. Άμα ο άλλος δεν γουστάρει, δεν νοιώθει ότι πρέπει να σωθεί, πως θα τον υποχρεώσεις…»;
«…Ο Αντρέας, ως μέγας δημαγωγός, πήρε όλη τη γκάμα των συνθημάτων της αριστεράς, τα υιοθέτησε, τα απαξίωσε μέσα από την εξουσία του και η αριστερά έψαχνε να βρει την προίκα της. Σαν να μην έφτανε αυτό, μας κληρονόμησε και το σόι του…»
«…Τότε, εμείς οι ρομαντικοί είχαμε μια ιδεολογία, ένα όραμα, ένα όνειρο, είχαμε βέβαια και έναν αντίπαλο απέναντί μας. Το σύστημα ασκούσε τη βία στο σώμα μας. Μας φυλάκιζε, μας βασάνιζε, μας τουφέκιζε. Σήμερα το σύστημα ασκεί τη βία του στον εγκέφαλο. Τους κάνει λοβοτομή. Είναι πολύ δύσκολο σήμερα να διαμορφώσει συνείδηση ο άνθρωπος. Ζει σε έναν ψεύτικο κόσμο, μια ψεύτικη ζωή. Υπάρχει καταναλωτισμός, διαφήμηση, τηλεόραση. Από τις δικές μας γενιές αφαίρεσαν την ποιότητα ζωής. Από τις σημερινές γενιές τους αφαιρούν την ίδια τη ζωή. Ο νέος άνθρωπος τι μέλλον έχει σε αυτή τη χώρα; Ακούει καθημερινά νούμερα, μνημόνια, χρεοκοπίες και τα ρέστα. Είναι δημοκρατία να έχουν συμβεί όλα αυτά τα τραγικά μετά την μεταπολίτευση, να έχει οδηγηθεί η χώρα σε υποδούλωση, σε εθνική υποτέλεια, τόσα σκάνδαλα, μίζες και να μην έχει πάει ένας άνθρωπος φυλακή; Ένας να μην έχει ζητήσει συγνώμη; Ένας ρε! Ποια δικαιοσύνη; Ποια δημοκρατία; Επειδή έφαγε ο Πάγκαλος ένα γιαούρτι στη μούρη θίγουμε τους θεσμούς;Αν υπήρχε μια ευνομούμενη δημοκρατία έπρεπε να παραπεμφθούν για δωσιλογισμό, όσοι άσκησαν εξουσία. Ζούμε μια τραγωδία με ηθοποιούς μαριονέτες. Όσο για το παρελθόν άστο να κοιμάται. Το σύστημα έχει τέτοια δύναμη ώστε σβήνει τα χνάρια της ιστορίας. Είναι τρομακτικό…»
«…Ενώ το πολιτικό σύστημα μας έχει φέρει σε αυτό σημείο, μόλις συμβαίνει μια παρεκτροπή, μια προπηλάκιση ενός βουλευτή, αμέσως τίθεται θέμα θεσμών της Δημοκρατίας. Προσωπικά είμαι εναντίον αυτών των μεθόδων, αλλά αν έχεις έναν ολόκληρο λαό αγανακτισμένο κάποιος είναι και παρορμητικός. Αυτό σημαίνει ότι θίγονται οι θεσμοί; Και ποιοι είναι αυτοί; Κάθε τέσσερα χρόνια να πουλάς την ψήφο σου στον υποψήφιο ή στο κόμμα με την προσδοκία να βρεις μια θέση στην κοινωνία, μια εργασία, εσύ ή το παιδί σου; Αυτή είναι η Δημοκρατία; Το δικαίωμα στην εργασία, σε μια αξιοπρεπή ζωή, στην ασφάλεια, στην ευτυχία, το δικαίωμα στο να εξασφαλίσεις το μέλλον των παιδιών σου δεν είναι δημοκρατικό δικαίωμα και είναι το παζάρι που γίνεται κάθε 4 χρόνια; Πρέπει να αντιληφθούμε ότι η ζωή είναι ένα δώρο που μας δίνεται άπαξ και έχει ημερομηνία λήξεως και έχουμε το δικαίωμα να τη χαρούμε να την μοιραστούμε, να δημιουργήσουμε. Ε! το γεγονός ότι το σύστημα μας εμποδίζει τα κάνουμε όλα αυτά και μας οδηγεί στην κατάθλιψη, στην μιζέρια, στην ανεργία, στην ανασφάλεια, με συγχωρείτε αλλά αυτό δεν είναι δημοκρατία…»
«…Για αυτό θεωρώ σημαντικό γεγονός ότι οι άνθρωποι βγήκαν στις πλατείες. Να κοιταχτούν, να ψαχτούν, να συναντήσουν τα όνειρά τους, να αλλάξουν κάποιες κουβέντες, να βγουν από τις μάντρες των κομμάτων. Το αυθόρμητο είναι δημιουργία. Και βέβαια όλοι οι ηγήτορες των κομμάτων αναρωτήθηκαν, πως γίνεται αυτό χωρίς αυτούς, χωρίς καθοδήγηση;…»
«…Το σύστημα από χρόνια τώρα, κυριαρχεί τόσο πολύ, ώστε έχει υποχρεώσει τους ανθρώπους να το αναπαράγουν συνεχώς. Και το πρόβλημα αυτή τη στιγμή δεν είναι απλώς και μόνον η διεύρυνση των θεσμικών ορίων της ελευθερίας μέσα στην κοινωνία. Το πρόβλημα είναι η απελευθέρωση του ανθρώπου. Εκεί είναι η δυσκολία διότι οι άνθρωποι έχουν μεταλλαχτεί και είναι πολύ δύσκολο να ξαναβρούν τον εαυτό τους, την οντότητά τους…»
«…Όταν ακούω για το πόσο πλούσιο κράτος ήμαστε, επειδή ανακαλύψαμε τα πετρέλαια στο Αιγαίο και στο Ιόνιο με πιάνει κατάθλιψη. Θα τα καταστρέψουμε, όλα. Θα γίνουμε μια αποικία των πολυεθνικών του πετρελαίου. Φαντάζεσαι τις πλωτές δεξαμενές άντλησης στο Αιγαίο και τα βαπόρια να πηγαινοέρχονται;…»
«…Ακόμα και οι ακτιβιστές οικολόγοι οι οποίοι αναμφισβήτητα κάνουν μια σοβαρή δουλειά για να διαμορφωθεί μια οικολογική συνείδηση, δεν έχουν συνειδητοποιήσει ότι ο πλανήτης μας έχει δύο περιβάλλοντα. Το φυσικό και το κοινωνικό. Το πρόβλημα είναι ότι το κοινωνικό ασκεί τέτοια καταστροφική πίεση στο φυσικό ώστε για να το προστατεύσουμε πρέπει να κάνουμε ανατροπές στο κοινωνικό. Για αυτό η οικολογία είναι επαναστατική. Ο άνθρωπος πρέπει να καταλάβει, ότι το περιβάλλον είναι το σπίτι του..».
«…Η διαφήμιση έχει τρελάνει τους ανθρώπους. Συνέχεια παράγει καινούργια προϊόντα, τα οποία προσπαθεί να πλασάρει. Η διαφήμιση έχει εκπορνεύσει μέχρι και τα πιτσιρίκια. Τα βάζουν εκεί να διαφημίζουν γαριδάκια ή οτιδήποτε με κινήσεις «αρτίστας». Σκουπίδια. Καταναλώνουμε τους πόρους του πλανήτη με τέτοια ταχύτητα και ασυδοσία που δεν ξέρουμε τι θα γίνει αύριο. Τα φυσικά αγαθά, το νερό, ο αέρας, ο ήλιος καταστρέφονται. Και τούτοι οι κερατάδες, οι πολιτικοί βγαίνουν με στην τηλεόραση και μας κουνούν και το δάκτυλο…»
«..Ζούμε μια άσχημη εποχή. Εμείς, συγκρουόμασταν, δίναμε μάχη χαρακωμάτων, παλεύαμε. Σήμερα κλέβουν τη ζωή των παιδιών, των ανθρώπων. Σήμερα με ποιόν να παλέψεις; Ούτε αφεντικό δεν έχεις. Πολυεθνική εταιρεία σου λέει. Τέτοιοι είναι οι μηχανισμοί. Ψεύτικο χρήμα, πλαστικό.Γύρω σου δεν υπάρχει μια αξία για να στηριχτείς. Τι είναι αυτό; Κοινωνία; Πολιτισμός;…»
«..Το χίπικο κίνημα ήταν η τελευταία εξέγερση του ανθρώπου. Γιατί ήταν τόσο σημαντικό; Διότι είχε αντιληφθεί ότι τα πανεπιστήμια μετατρέπονταν σε στρατόπεδα τεχνοκρατικής γνώσης που θα παρήγαγαν, όπως παράγουν, ηλιθίους υψηλής τεχνολογίας. Έτσι ξεκίνησε η αμφισβήτηση όλου του συστήματος. Μαζί με τον πόλεμο του Βιετ – ναμ γεννήθηκε μια δυναμική που αμφισβητούσε πλέον τα πάντα. Για να το διαλύσουν έριξαν με τους τόνους τα χημικά ναρκωτικά. Δυστυχώς το σύστημα είναι τόσο ισχυρό που το έκανε μόδα.Εδώ έκανε μόδα και τη φιγούρα του Γκεβάρα, τον χιπισμό θα άφηνε;…»
«…Στην Καβάλα πήγα για τελευταία φορά πριν λίγα χρόνια. Με πονάει πολύ. Δεν έβρισκα το δρόμο του σπιτιού που γεννήθηκα. Την έχουν καταστρέψει. Πολυκατοικίες τέρατα…»
«…Τι να κόψω; Το τσιγάρο; Ογδόντα ενός χρονών άνθρωπος, 68 από αυτά καπνιστής. Πάσχω και από αποφρακτική πνευμονοπάθεια, αλλά αν το κόψω θα είναι σοκ για μένα …»
«…Τι να κάνουμε; Να ξαναφτιάξουμε την πατρίδα μας. Να ξαναεποικίσουμε τη γη μας. Να ξαναστήσουμε τη γεωργία μας. Έχουμε μια χώρα παράδεισο. Παράγουμε τα πάντα και τόσο εκλεκτά. Να γυρίσουμε στα χωριά μας, να ξαναδεθούμε με τη γη. Να πάνε στο διάολο και οι δανειστές και τα χρέη μας. Τι θα κάνουν; Θα μας στείλουν τους πεζοναύτες; Θα υποφέρουμε, αλλά θα υποφέρουμε για μας και ό,τι δημιουργήσουμε θα είναι δικό μας πια…»
Ζεστή μέρα του Ιουλίου με τον ήλιο, να μοιράζει αλύπητα τις καυτές, κάθετες πια ακτίνες του και τα τζιτζίκια να «δουλεύουν» ήδη υπερωρίες όταν, μετά τις δύο το μεσημέρι, η Ρηνιώ με συνόδευε μέχρι την εξώπορτα. Ο Χρόνης, ύστερα από το μεσημεριανό «τουρλού» και το κρασί που μοιραστήκαμε, είχε πλαγιάσει και ίσως να ονειρευόταν, είτε το μαχαλά των παιδικών του χρόνων στα Ποταμούδια, είτε την ιδανική κοινωνία. Θυμάμαι μια κουβέντα του:
«Αφού η γενιά μου δεν κατάφερε να αλλάξει τον κόσμο, τουλάχιστον να μην αφήσω τον κόσμο να με αλλάξει, κι αυτό είναι ύψιστη πολιτική θέση κατά την άποψή μου»
Στις μέρες που ζούμε και η επόμενη γενιά, η δική μου γενιά, οφείλει να αποδεχτεί παρόμοιες σκέψεις. Όχι μόνον ως δήλωση, ως αποδοχή της όποιας ήττας – αποτυχίας αλλά και ως σημαία, ως σύνθημα, ως σάλπισμα της τελευταίας, ίσως, μάχης. Εκείνης της προάσπισης της αξιοπρέπειάς της.
Ο Χρόνης και αρκετοί ακόμα που δεν έτυχε να γίνουν ευρύτερα γνωστοί, αξίζουν με το παραπάνω αυτή την ύψιστη τιμή. Όχι μόνον διότι άντεξαν στο άλεσμα της κρεατομηχανής, όχι μόνον διότι ενώ προδόθηκαν δεν έβγαλαν άχνα, αλλά και διότι δεν διεκδίκησαν ποτέ, στάλα εξουσίας.
Αυτό που τελικά μένει μετά από 81 χρόνια ζωής, εκ των οποίων 20τόσα φυλακίσεων, εκτοπίσεων και ατελείωτων, βάναυσων ξυλοδαρμών είναι το απόσταγμα της πορείας,η ανιδιοτέλεια των θυσιών και η πλήρης αποδοχή όλων όσοι καταλαβαίνουν.
Αυτό το τελευταίο, είχα την ευκαιρία να το διαπιστώσω την επόμενη φορά που βρεθήκαμε στο ταβερνάκι του Βασίλη, κάτω από τη δροσερή μουριά. Με πόση θέρμη, με πόσο ανοιχτά χαμόγελα, τον χαιρετούσαν οι συντοπίτες του, με τι χαρά τον κερνούσαν, χωρίς να περιμένουν τίποτα για αντάλλαγμα, δίχως να υπάρχει καμιά συναλλαγή. Το εισέπραξα σαν τον θρίαμβο της ανθρωπιάς, της επικοινωνίας, της ανυστεροβουλίας, της συντροφικότητας.
Μπορεί όλα αυτά να είχαν, για τον Χρόνη ένα κόστος τεράστιο, κολοσσιαίο. Είμαι όμως βέβαιος, ότι ποτέ δεν το σκέφτηκε, ποτέ δεν το μετάνιωσε και κυρίως, ποτέ δεν το διατίμησε..