σελιδες

18/10/11

Οι Έλληνες



Η γαλλική σατιρική Les Guignols de l'info έχει μεγάλη ακροαματικότητα και χιούμορ που τσακίζει κόκκαλα. Εδώ ασχολείται με το πειραματόζωο Έλλην.

17/10/11

ΝΕΚΡΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΧΑΡΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΜΕΝΙΠΠΟΥ

Λουκιανού Σαμοσατέως (περ. 120 μ.Χ. → μετ. 180 και 192 μ.Χ.) σοφιστής και κυρίως μεγάλος συγγραφέας της Ύστερης Αρχαιότητας.


Χάρων: Βρε καταραμένε, πλήρωσέ μου το ναύλο!

Μένιππος: Ξεφώνιζε όσο θέλεις, Χάρων, αν αυτό σε ευχαριστεί.

Χάρων: Πλήρωσε τον κόπο, σου λέω, που έκανα για να σε περάσω απέναντι.

Μένιππος: Δεν πρόκειται να πάρεις τίποτα απ’ εκείνον που δεν έχει. (το περίφημο «Ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος»).

Χάρων: Μα είναι δυνατόν να υπάρχει κάποιος χωρίς έναν οβολό στη τσέπη του;

Μένιππος: Δε με νοιάζει αν υπάρχει άλλος, εγώ πάντως δεν έχω.

Χάρων: Μωρέ θα σε πνίξω, μα τον Πλούτωνα, αναθεματισμένε, αν δεν με πληρώσεις.

Μένιππος: Κι εγώ θα σου κοπανίσω το κεφάλι, μ’ αυτό το ξύλο που κρατάς και θα στο κάνω κομματάκια.

Χάρων: Στο τζάμπα δηλαδή ταξίδευες τόση ώρα;

Μένιππος: Να σε πληρώσει ο Ερμής, αυτός που με παρέδωσε σε σένα.

Ερμής: Την πάτησα, μα τον Δία, αν πρόκειται να πληρώνω κι από πάνω, για τους νεκρούς.

Χάρων: Μωρέ δεν θα σ’ αφήσω εγώ να μου την κοπανήσεις.

Μένιππος: Καλά, αφού έτσι θέλεις, τράβα τη βάρκα έξω και περίμενε. Αλλά πώς θα πληρωθείς αφού είμαι άφραγκος;

Χάρων: Καλά μωρέ, δε γνώριζες ότι έπρεπε να πληρώσεις το εισιτήριο;

Μένιππος: Φυσικά και το γνώριζα, αλλά αφού δεν είχα; Δηλαδή τι έπρεπε να κάνω; Επειδή ήμουν άφραγκος έπρεπε να μη πεθάνω;

Χάρων: 
Δηλαδή θα είσαι ο μοναδικός που θα κοκορεύεσαι ότι ταξίδεψες στο τζάμπα;

Μένιππος: Ε, όχι και τζάμπα. Μήπως δεν άντλησα νερά ή μήπως δεν τράβηξα κουπί; Χώρια που ήμουνα ο μοναδικός επιβάτης που δεν έκλαψε καθόλου.

Χάρων: Δεκάρα δε μετράν’ αυτά για τον βαρκάρη. Ασ’ τα αυτά και πλήρωσε. Γιατί έτσι πρέπει και δεν γίνεται διαφορετικά.

Μένιππος: Αν δεν γίνεται διαφορετικά, τότε αμέσως να με ξαναφέρεις στη ζωή.

16/10/11

η κρίση των γαϊδάρων

Μια μέρα εμφανίστηκε σε ένα χωριό ένας άνδρας με γραβάτα. Ανέβηκε σε ένα παγκάκι και φώναξε σε όλο τον τοπικό πληθυσμό ότι θα αγόραζε όλα τα γαϊδούρια που θα του πήγαιναν, έναντι 100 ευρώ και μάλιστα μετρητά.
Οι ντόπιοι το βρήκαν λίγο περίεργο, αλλά η τιμή ήταν πολύ καλή και όσοι προχώρησαν στην πώληση γύρισαν σπίτι με το τσαντάκι γεμάτο και το χαμόγελο στα χείλη.
Ο άνδρας με τη γραβάτα επέστρεψε την επόμενη μέρα και πρόσφερε 150 ευρώ για κάθε απούλητο γάιδαρο, κι έτσι οι περισσότεροι κάτοικοι πούλησαν τα ζώα τους. Τις επόμενες ημέρες προσέφερε 300 ευρώ για όσα ελάχιστα ζώα ήταν ακόμα απούλητα με αποτέλεσμα και οι τελευταίοι αμετανόητοι να πουλήσουν τα γαϊδούρια τους.
Μετά συνειδητοποίησε ότι στο χωριό δεν έμεινε πια ούτε ένας γάιδαρος και ανακοίνωσε σε όλους ότι θα επέστρεφε μετά από μια εβδομάδα για να αγοράσει οποιοδήποτε γάιδαρο έβρισκε έναντι … 500 ευρώ!! Και αποχώρησε.
Την επόμενη μέρα ανέθεσε στον συνέταιρό του το κοπάδι των γαϊδάρων που είχε αγοράσει και τον έστειλε στο ίδιο χωριό με εντολή να τα πουλήσει όλα στην τιμή των 400 ευρώ το ένα.
Οι κάτοικοι βλέποντας την δυνατότητα να κερδίσουν 100 ευρώ την επόμενη εβδομάδα, αγόρασαν ξανά τα ζώα τους 4 φορές πιο ακριβά από ότι τα είχανε πουλήσει, και για να το κάνουν αυτό, αναγκάστηκαν να ζητήσουν δάνειο από την τοπική τράπεζα.
Όπως φαντάζεστε, μετά την συναλλαγή οι δύο επιχειρηματίες έφυγαν διακοπές σε έναν φορολογικό παράδεισο της Καραϊβικής, ενώ οι κάτοικοι του χωριού βρέθηκαν υπερχρεωμένοι, απογοητευμένοι, και με τα γαϊδούρια στην κατοχή τους που δεν άξιζαν πλέον τίποτα.
Φυσικά οι αγρότες προσπάθησαν να πουλήσουν τα ζώα για να καλύψουν τα χρέη. Μάταια. Η αξία τους είχε πατώσει. Η τράπεζα λοιπόν κατάσχεσε τα γαϊδούρια και εν συνεχεία τα νοίκιασε στους πρώην ιδιοκτήτες τους.
Ο τραπεζίτης όμως πήγε στον δήμαρχο του χωριού και του εξήγησε ότι εάν δεν ανακτούσε τα κεφάλαια που είχε δανείσει θα κατέρρεε και αυτός, και κατά συνέπεια θα ζητούσε αμέσως το κλείσιμο της ανοικτής πίστωσης που είχε με τον δήμο.
Πανικόβλητος ο δήμαρχος και για να αποφύγει την καταστροφή, αντί να δώσει λεφτά στους κατοίκους του χωριού για να καλύψουν τα χρέη τους, έδωσε λεφτά στον τραπεζίτη, ο οποίος παρεμπιπτόντως … ήταν κουμπάρος του δημοτικού συμβούλου…
Δυστυχώς όμως ο τραπεζίτης αφού ανέκτησε το κεφάλαιό του, δεν έσβησε το χρέος των κατοίκων, και ούτε το χρέος του δήμου, ο οποίος φυσικά βρέθηκε ένα βήμα πριν την πτώχευση.
Βλέποντας τα χρέη να πολλαπλασιάζονται και στριμωγμένος από τα επιτόκια, ο δήμαρχος ζήτησε βοήθεια από τους γειτονικούς δήμους. Αυτοί όμως του έδωσαν αρνητική απάντηση, γιατί όπως του είπαν είχαν υποστεί την ίδια ζημιά με τους δικούς τους γαιδάρους!!...
Ο τραπεζίτης τότε έδωσε στον δήμαρχο την «ανιδιοτελή» συμβουλή / οδηγία να μειώσει τα έξοδα του δήμου: λιγότερα λεφτά για τα σχολεία, για το νοσοκομείο του χωριού, για την δημοτική αστυνομία, κατάργηση των κοινωνικών προγραμμάτων, της έρευνας, μείωση της χρηματοδότησης για καινούρια έργα υποδομών… Αυξήθηκε η ηλικία συνταξιοδότησης, απολύθηκαν οι περισσότεροι υπάλληλοι του δημαρχείου, έπεσαν οι μισθοί και αυξήθηκαν οι φόροι.
Ήταν έλεγε αναπόφευκτο, αλλά υποσχόταν με αυτές τις διαρθρωτικές αλλαγές «να βάλει τάξηστη λειτουργία του δημοσίου, να βάλει τέλος στις σπατάλες» και να … ηθικοποιήσει το εμπόριο των γαϊδάρων.
Η ιστορία άρχισε να γίνεται ενδιαφέρουσα όταν μαθεύτηκε πως οι δυο επιχειρηματίες και ο τραπεζίτης είναι ξαδέρφια και μένουν μαζί σε ένα νησί κοντά στις Μπαχάμες, το οποίο και αγόρασαν … με τον ιδρώτα τους. Ονομάζονται οικογένεια Χρηματοπιστωτικών Αγορών, και με μεγάλη γενναιότητα προσφέρθηκαν να χρηματοδοτήσουν την εκλογική εκστρατεία των δημάρχων των χωριών της περιοχής.
Σε κάθε περίπτωση η ιστορία δεν έχει τελειώσει γιατί κανείς δεν γνωρίζει τι έκαναν μετά οι αγρότες. Εσύ τι θα έκανες στην θέση τους? Τι θα κάνεις εσύ?

(Μετάφραση από το ιταλικό κείμενο το οποίο ήταν μετάφραση του γαλλικού και πάει λέγοντας. Φυσικά τα κείμενα αυτά είναι μεταφρασμένα σε όλες τις γλώσσες γιατί ως γνωστό στην ιστορία αυτή εμπλέκονται επιχειρηματίες, τραπεζίτες, δημοτικές αρχές και φουκαράδες χωρικοί όλου του κόσμου καθώς όλος ο πλανήτης υπόκειται στους «κανόνες της αγοράς» … των γαϊδάρων.)

9/10/11

η συντριβή του συστήματος και το τέλος του διεστραμμένου «εγώ»


του Κώστα Βαξεβάνη
Χειρότερο απ’ το βλέμμα ενός δαρμένου σκύλου είναι το βλέμμα ενός ανθρώπου σαν δαρμένου σκύλου. Το βλέμμα του φόβου που δεν τον φιλτράρει η λογική, που δεν τον αναιρεί καμιά ελπίδα. Δεν υπάρχει χειρότερος φόβος απ’ τον αόριστο φόβο. Δεν ξέρεις τι πρέπει να φοβάσαι και καταλήγεις να φοβάσαι τα πάντα. Λίγο πριν απ’ το τέλος, φοβάσαι τον φόβο σου και καταλήγεις να φοβάσαι τον εαυτό σου.
Γέμισαν οι δρόμοι τέτοια βλέμματα. Άνθρωποι που δεν ξέρουν τι πρέπει να φοβούνται, σαν τα σκυλιά που περιμένουν το χτύπημα. Πού πάμε; Τι θα μας συμβεί; Κανένας δεν μπορεί ν’ απαντήσει αλλά και κανένας δεν θέλει. Τι κακό θα συμβεί; Θα χάσουμε τη δουλειά μας, το σπίτι; Θ’ αναγκαστούμε να ζήσουμε με λιγότερα; Η τηλεόραση 52 ιντσών δεν θα προσφέρει καμιά απόλαυση; Θ’ αναγκαστούμε να ψάχνουμε στα σκουπίδια; Θα είμαστε υποχρεωμένοι να πίνου- με ρετσίνα με τον γείτονα που δεν γνωρίζουμε καν, όπως σ’ εκείνες τις ταινίες με τον Ρίζο και τη Βλαχοπούλου; Υπάρχει περίπτωση να χτυπήσει η πόρτα και να είναι ο διπλανός που ζητάει ένα λεμόνι; Ποιο απ’ όλα είναι το δικό μας σενάριο;
Δεν είμαι σίγουρος πως η πτώχευση είναι η καταστροφή της Ελλάδας. Προσπαθώ να καταλάβω…

τι είναι αυτό που θα πτωχεύσει. Η Παιδεία των προσωπικών Πανεπιστημίων και της κομματικής συναλλαγής; Οι εφορίες της διαφθοράς; Τα νοσοκομεία με το φακελάκι; Μήπως θα συντριβεί το πολιτικό μας σύστημα, αυτή η μεγάλη αποθήκη με ψεύτες, φαφλατάδες και ανεπάγγελτους; Θ’ αναγκαστεί ο Δημήτρης Ρέππας να γίνει οδοντογιατρός, ο Καραμανλής δικηγόρος και ο Βενιζέλος αδύνατος; Ποια, αλήθεια, είναι η μεγάλη καταστροφή που φοβόμαστε;
Υπάρχουν πολλά που θα χάσουμε, αλλά δεν ξέρω αν είναι αυτά που δικαιούμαστε και πολύ περισσότερο αυτά που χρειαζόμαστε. Στη γειτονιά μου θα κλείσουν τα 7 καταστήματα μανικιούρ-πεντικιούρ και τα 6 κομμωτήρια και θα μείνει μόνο ο ένας φούρνος που θα πουλάει είδος ανάγκης: ψωμί. Οι κυρίες θα πάψουν να ισορροπούν επικίνδυνα πάνω σε αφόρετες γόβες και τεχνητές επιθυμίες. Οι τράπεζες δεν θα έχουν διακοποδάνεια. Ο Ρέμος δεν θα βρίσκει κανέναν να του ρίξει δυο γαρύφαλλα. Η Φιλιππινέζα δεν θ’ αναθρέφει πια τα παιδιά. Οι σύγχρονες μανάδες ίσως δεν θ’ αναφωνούν «δεν αντέχω», γιατί θ’ ανακαλύψουν τη σημασία και της λέξης και της αντοχής. Τα παιδιά μας, όταν βγάζουν με 10 το λύκειο, θα πηγαίνουν σε κάποια τεχνική σχολή και όχι στο ιδιωτικό Πανεπιστήμιο του Λονδίνου που αναλαμβάνει να βαφτίσει τους κατιμάδες επιστήμονες με το αζημίωτο.
Ίσως χρησιμοποιούμε το κινητό τηλέφωνο όπως σε όλη την Ευρώπη, για να επικοινωνούμε και όχι για να εξευτελιζόμαστε. Το «ουάου» θα πάψει να είναι το υποκατάστατο του οργασμού στις κουβέντες που ψάχνουν την επιβεβαίωση της ανοησίας. Μπορεί να ψάξουμε περισσότερο τον πραγματικό οργασμό, μαζί με τους κανονικούς ανθρώπους που θα μας κάνουν να τους εκτιμάμε. Θ’ αρχίσουμε να αξιολογούμε ποιος είναι ικανός και χρήσιμος και όχι αναγνωρίσιμος.Οι μανάδες δεν θα ζητάνε αυτόγραφο από την Τζούλια για τις κόρες τους.
Πιο πολύ, νομίζω, θα καταστρέψουμε με τα χέρια μας εκείνο το διεστραμμένο «εγώ» που επιμένει να μας αξιολογεί και να μας συγκρίνει με βάση τις πισίνες, τη μάρκα του αυτοκινήτου και τις κακόγουστες καρό ταπετσαρίες που φοράμε επειδή γράφουν Burberry. Μπορεί να μη θέλουμε πια να γίνουμε πλούσιοι, αλλά ουσιαστικοί. Μπορεί ίσως και ν’ αγαπηθούμε περισσότερο, ανακαλύπτοντας τη συλλογικότητα και το ενδιαφέρον για μια ζωή που είναι κοινή. Οι επιπόλαιοι θα ξαναγίνουν επιπόλαιοι και δεν θα είναι πια τρέντι.
Οι αγρότες θα επιστρέψουν στα χωράφια. Και οι Ουκρανές, που έτρωγαν τις ψεύτικες επιδοτήσεις, στα σπίτια τους. Στα καφενεία των χωριών θα συζητάνε ξανά ποιο παιδί πρόκοψε και όχι ποιο πήγε σε ριάλιτι. Οι DJs, οι image makers, οι κουρείς σκύλων, ίσως χρειαστεί να βρουν μια άλλη δουλειά.
Το σύστημα της αξιολόγησής μας θ’ αλλάξει και ίσως απαιτήσουμε πραγματικά να τιμωρηθούν αυτοί που τα έφαγαν. Παρουσία μας, πάντα. Ίσως δεν ξαναψηφίσουμε εκείνους που μας έφεραν σε αυτήν τη θέση. Και ίσως καταλάβουμε πως τα κοράκια του εξτρεμιστικού καπιταλισμού, που φαίνονταν καναρίνια μέσα από τα κουστούμια και τις τηλεοράσεις, ήταν αυτοί που μας εξαπάτησαν την ώρα που ζαλιζόμασταν με Johnnie Black. Ίσως ψάξουμε για μια πιο δίκαια ζωή, χωρίς να μετράμε την απόδοση δίκιου με τη σύγκριση τραπεζικών λογαριασμών.
Μπορεί ξαφνικά οι καλλιτέχνες ν’ αρχίσουν να παράγουν κι αυτοί, πατώντας σε αυτό που είναι ζωή και όχι στις κρατικές επιδοτήσεις, σαν να πουλάνε βαμβάκι, και στις δημόσιες σχέσεις.
Δεν είμαι σίγουρος πως όλα αυτά είναι κακά. Ναι, θα υπάρξουν χιλιάδες άνεργοι. Θα χτυπηθεί το Δημόσιο. Αυτό που βρίζουμε όλοι πως είναι αντιπαραγωγικό, μας ταλαιπωρεί και δεν μας εξυπηρετεί. Θ’ απολυθούν κάποιοι απ’ αυτούς που μπήκαν με ρουσφέτι, γλείψιμο, αναξιοπρέπεια. Τα επαρχιακά μουσεία της χώρας δεν θα έχουν δέκα κηπουρούς, θα καταργηθούν οι «Οργανισμοί Αναξιοπαθούντων Κορασίδων» και οι «Πολιτιστικοί σύλλογοι για τη σουρεαλιστική προσέγγιση της ζωής του Λάμπρου Κατσώνη». Οι ανύπαντρες κόρες αξιωματικών δεν θα παίρνουν επίδομα. Και όσες απ’ αυτές είναι επώνυμες δεν θα είναι «κατά του γάμου από άποψη», για να παίρνουν το επίδομα.
Φοβάμαι, όπως όλοι. Αλλά θέλω και να συντριβεί ένα σύστημα που αναπαράγει τη σαπίλα. Που βαφτίζει Δημοκρατία τον διεφθαρμενο του εαυτό, Δικαιοσύνη την ατιμωρησία του κι ευτυχία την κενότητα και τον ευδαιμονισμό. Φοβάμαι. Γι’ αυτό θέλω να τελειώνουμε

6/10/11

ονειρεύτηκα την Ελλάδα

Της ΡΙΚΑΣ ΒΑΓΙΑΝΗ

Μετά από έκτακτη σύσκεψη των Συλλόγων τους, οι Έλληνες δικηγόροι διαμαρτύρονται για την «εξωθεσμική» επίσκεψη εκπροσώπων της Τρόικας σε φορείς της Δικαιοσύνης. Επιφυλάσσονται δε, του δικαιώματός τους να επικαλεσθούν το άρθρο 120 του Ελληνικού Συντάγματος και συγκεκριμένα την παράγραφο 4, η οποία, μεταξύ άλλων, όχι μόνο νομιμοποιεί, αλλά και καθιστά υποχρεωτική για τους Έλληνες την αντίσταση σε κάθε προσπάθεια βίαιης κατάλυσης της συνταγματικής τάξης.

Αν βγάλεις στην άκρη τα ξερά νομικά, οι δικηγόροι ονειρεύονται την Ελλάδα.

Ποιος τους χέζει τώρα τους δικηγόρους; Είναι γνωστό πρόκειται για ένα μάτσο απατεώνες. Κι αυτοί και το σινάφι τους. Οι δικαστές; Κρύβε λόγια, μια παρέα είναι όλοι τους. Οι πολιτικοί; Είναι σάπιοι. Οι δημοσιογράφοι; Είναι γνωστό, αυτοί είναι ρουφιάνοι. Και αλήτες. (Και το χειρότερο όλων-δημοσιογράφοι). Α, να μην ξεχάσω και τους δημόσιους υπάλληλους, που είναι όλοι διορισμένοι με μέσο, κάτι βολεμένα παράσιτα.
(Ονειρεύτηκα την Ελλάδα. Ονειρεύτηκα τον Σεφέρη και τον Καρυωτάκη-δημόσιοι υπάλλήλοι και οι δύο).

Ποιος να διαμαρτυρηθεί;


Οι διαδηλωτές είναι μπαχαλάκηδες. Οι μπάτσοι πουλάνε την ηρωϊνη. Και είναι απαραιτήτως όλοι, τους, σαδιστικά φασιστόμουτρα. Οι συνδικαλιστές είναι βλαμμένοι, και κολλημένοι με το Στάλιν. Οι επιχειρηματίες είναι αιματορυφήχτρες. Οι ταξιτζήδες, γουρούνια που καταστρέφουν τον τουρισμό. Οι φορτηγατζήδες αναίσθητοι παρτάκηδες. Τα μοντέλα παίρνουν κόκα και κάνουν βίζιτες. Οι καλλιτέχνες είναι λαπάδες. Η αδελφές. Η και τα δύο μαζί.
(Ονειρεύτηκα τον Γιάννη Ρίτσο. Ονειρεύτηκα τον Μάνο Χατζηδάκι. Ονειρεύτηκα τον Κάρολο Κουν.)

Τα παιχνίδια μας είναι στημένα. Τα καλλιστεία σικέ. Οι διαιτητές πουλημένοι. Οι προπονητές μας πουσάρουν χημείες. Οι αθλητές μας ντοπαρισμένοι.
(Ονειρεύτηκα τον Φειδιπίδη και τον Σπύρο Λούη. Ονειρεύτηκα τον Γιώργο Κούδδα και το Νίκο Γκάλη. Ονειρεύτηκα τη Σοφία Σακοράφα και τον Παναγιώτη Γιαννάκη, τον Βλάσση Μάρα και τα κορίτσια του πόλο).

Οι φοιτητές μας είναι ηλίθιοι. Οι καθηγητές τους πανηλίθιοι. Οι μαθητές είναι αγράμματοι. Οι δάσκαλοι είναι άχρηστοι. Τα παιδιά μας είναι βλαμμένα. Τα σκυλιά μας έχουν τσιμπούρια. Τα γατιά μας έχουν τοξόπλασμα. Η Γενιά του Πολυτεχνείου βολεύτηκε και ξεπούλησε τη χώρα.
(Ονειρεύτηκα τον Διομήδη Κομνηνό. Ονειρεύτηκα τη Μαρία Δαμανάκη. Ονειρεύτηκα τον Δημήτρη Παπαχρήστο)

Οι επιχειρηματίες είναι αιματορουφήχτρες. Οι Αθηναίοι είναι μαλάκες. Οι Σαλονικιοί είναι Βούλγαροι. Οι Λαρισαίοι είναι βλάχοι. Οι παπάδες είναι ληστο-συμμορία.
(Ονειρεύτηκα τον Παπαφλέσσα και τον Πατέρα Νικόλαο Πηρουνάκη. Ονειρεύομαι τον ιερέα Αντώνιο Παπανικολάου στην «κιβωτό της Αγάπης», στον Κολωνό)

Οι Αγανακτισμένοι είναι κάτι άχρηστοι χασικλήδες που κατασκήνωσαν φέτος στο Σύνταγμα επειδή ήταν φθηνότερα από τη Φολέγανδρο. Ο Κραουνάκης είναι ΜΚΟ. Ο Μίκης είναι ξεκούτης. Ο Νιόνιος ξεπουλήθηκε στους πλούσιους.
(Ονειρεύτηκα τα «Λιανοτράγουδα» και το «Αξιον Εστί». Ονειρεύτηκα τα «Σκουριασμένα Χείλη», και τη «Λυσιστράτη». Ονειρεύτηκα το «Φορτηγό», το «Γεννήθηκα στη Σαλονίκη», και τη «Συννεφούλα μου»)

Όλοι. Εναντίον. Όλων. Με παλμό- και αυτοκτονική λύσσα. Γιατί, στην τελική, ο μόνος Έλληνας που είναι εντάξει, είμαι εγώ. Εγώ να ζήσω. Εγώ να φάω. Όλοι οι άλλοι να ψοφήσουν.
(Ονειρεύομαι ότι δίνουμε τα χέρια. Ονειρεύομαι ότι σταματάμε να ξεσκίζουμε πέτσες από τις σάρκες του διπλανού μας, τη στιγμή που μας κάνει όλους μια χαψιά το θεριό).

Κάθε επαγγελματική τάξη, κάθε πολιτική παράταξη, ιδιότητα, ή θεσμός, ακόμα και ο ανώνυμος ιδιώτης, που εκφράζει την αγανάκτησή του, έχει συστηματικά απαξιωθεί και απογυμνωθεί από το δικαίωμα της διαμαρτυρίας εναντίον της οποιασδήποτε αδικίας. Με τι μούτρα να μιλήσει και ποιος; Ο μισθωτός που έπαιρνε ψεύτικες υπερωρίες; Ο ελεύθερος επαγγελματίας που έκλεβε τις εφορίες; Ο αγρότης που πλακωνόταν στα τσίπουρα και ρευόταν στα τρακτέρ, χορτασμένος από τις επιδοτήσεις;

Ελληνες. … Πάρε τον έναν και κωλοχτύπα τον άλλον.
Ένα μάτσο λαμόγια, όλοι τους.
(Ονειρεύτηκα τον Διονύσιο Σολωμό. Ονειρεύτηκα τον Γιάννη Τσαρούχη. Ονειρεύτηκα την Πηνελόπη Δέλτα. Ονειρεύτηκα τον Σουρή, τον Κάλβο και τνο Ροϊδη, ονειρεύτηκα τον Ομηρο,τον Παπάζογλου και τον Ρασούλη. Ονειρεύτηκα τον Ελύτη και τον Παπανικολάου, την Μαρία Κάλλας και τον Μάρκο Βαμβακάρη.. Ονειρεύτηκα τον Κώστα Γαβρά. Ονειρεύτηκα τη Μελίνα Μερκούρη. Ονειρεύτηκα τη Νάνα Μούσχουρη.)

Μαζί τα φάγαμε. Δεν δικαιούμεθα για να ομιλούμε. Σκασμός, παράσιτα. Σκασμός. Το κεφάλι κάτω.
(Ονειρεύτηκα, μακριά από την πατρίδα, πως γίναμε, λέει, πατρίδα. Πως βάζαμε Ιστορία και πλάτη ο ένας για τον άλλον. Στα καλά και στα ζόρια. Στη φτώχεια και τον πλούτο. Στην αρρώστια και την υγεία.)

Ονειρεύομαι την Ελλάδα.
Μη με ξυπνάτε ακόμα.

2/10/11

Μητέρα

Η γυναίκα μου μού πρότεινε να βγω με άλλη γυναίκα.

‘Γνωρίζεις πολύ καλά πως την αγαπάς’ μου είπε μια μέρα ξαφνιάζοντάς με.
‘Η ζωή είναι πολύ σύντομη, αφιέρωσέ της χρόνο.’

‘Μα εγώ ΕΣΕΝΑ αγαπώ’ της είπα έντονα.
‘Το ξέρω. Εξίσου όμως αγαπάς κι εκείνη.’


Η άλλη γυναίκα, την οποία η γυναίκα μου ήθελε να επισκεφθώ, ήταν η μητέρα μου, χήρα εδώ και χρόνια. Όμως οι απαιτήσεις της δουλειάς και των παιδιών με ανάγκαζαν να την επισκέπτομαι αραιά και που.’

Εκείνο το βράδυ της τηλεφώνησα και την προσκάλεσα έξω σε δείπνο και μετά για κινηματογράφο.
‘Τι συμβαίνει; Είσαι καλά;’ με ρώτησε.

Η μητέρα μου είναι από τους ανθρώπους που εκλαμβάνει ένα νυχτερινό τηλεφώνημα ή μια αναπάντεχη πρόσκληση ως αρχή κακών μαντάτων.

‘Νόμιζα πως θα ήταν καλή ιδέα να περνούσαμε λίγο χρόνο μαζί’ της απάντησα. ‘Οι δυο μας μόνοι… Τί λες;’

Σκέφθηκε λιγάκι και απάντησε: ‘Θα το ήθελα πολύ.’



Εκείνη την Παρασκευή, καθώς οδηγούσα μετά το γραφείο για να πάω να την πάρω, αισθανόμουν περίεργα. Ήταν ο εκνευρισμός που προηγείται ενός ραντεβού… Και πώς τα φέρνει η ζωή, όταν έφθασα στο σπίτι της, παρατήρησα πως και η ίδια ήταν φοβερά συγκινημένη!

Με περίμενε στην πόρτα φορώντας το παλιό καλό παλτό της, είχε περιποιηθεί τα μαλλιά της και ήταν ντυμένη με το φόρεμα με το οποίο είχε εορτάσει την τελευταία επέτειο του γάμου της. Το πρόσωπό της χαμογελούσε, ακτινοβολούσε φως, όπως το πρόσωπο ενός αγγέλου.

‘Είπα στις φίλες μου ότι θα βγω με το γιο μου και όλες τους συγκινήθηκαν’ μου είπε καθώς έμπαινε στο αυτοκίνητό μου. ‘Δεν μπορούν να περιμένουν μέχρι αύριο για να μάθουν τα πάντα για τη βραδυνή έξοδό μας.’



Πήγαμε σε ένα εστιατόριο όχι από τα καλά, αλλά με ζεστή ατμόσφαιρα. Η μητέρα μου με έπιασε από το μπράτσο σαν να ήταν ΄Η Πρώτη Κυρία της χώρας.΄
Μόλις καθήσαμε, έπρεπε εγώ να της διαβάσω τον κατάλογο με τα φαγητά. Το μόνο που ΄έπιαναν΄ τα μάτια της ήταν κάτι μεγάλες φιγούρες.

Μόλις έφθασα στη μέση του καταλόγου, σήκωσα το πρόσωπό μου. Η μαμά μου καθόταν στην άλλη άκρη του τραπεζιού και με χάζευε. Ένα νοσταλγικό χαμόγελο πέρασε από τα χείλη της.
¢
‘Εγώ ήμουν αυτή που σου διάβαζε τον κατάλογο, όταν ήσουν μικρός, θυμάσαι;’

‘Ήρθε η ώρα, λοιπόν, να ξεκουραστείς και να μου επιτρέψεις να σου ανταποδώσω τη χάρη’ απάντησα.



Κατά τη διάρκεια του γεύματος είχαμε μια ευχάριστη συζήτηση, τίποτα το εξαιρετικό, απλά το πώς περνάει ο καθένας μας κάθε μέρα.

Μιλούσαμε για ώρες, που τελικά χάσαμε την ταινία στον κινηματογράφο.
‘Θα βγω μαζί σου την επόμενη φορά, αν μου επιτρέψεις να κάνω εγώ την πρόταση’ μου είπε η μητέρα μου καθώς την επέστρεφα στο σπίτι. Την φίλησα, την αγκάλιασα.





‘Πώς πήγε το ραντεβού;’ θέλησε να μάθει η γυναίκα μου μόλις μπήκα στο σπίτι εκείνο το βράδυ.
‘Πολύ όμορφα, σ΄ευχαριστώ. Περισσότερο κι απ΄ό,τι περίμενα.’ της απάντησα.


Μερικές μέρες αργότερα η μητέρα μου ΄έφυγε΄ από ανακοπή της καρδιάς. Όλα συνέβησαν τόσο γρήγορα, δεν μπόρεσα να κάνω τίποτα.



Λίγο καιρό μετά, έλαβα έναν φακέλο από το εστιατόριο όπου είχαμε δειπνήσει η μητέρα μου κι εγώ. Μέσα είχε ένα σημείωμα που έγραφε:

‘Το δείπνο είναι προπληρωμένο. Ήμουν σχεδόν βέβαιη πως δεν θα μπορούσα να παρευρεθώ, κι έτσι πλήρωσα για δύο άτομα, για σένα και τη σύζυγό σου. Δεν θα μπορέσεις ποτέ σου να αισθανθείς τί σήμαινε εκείνη η βραδιά για μένα. Σε αγαπώ!’




Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα τη σπουδαιότητα του να είχα πει εγκαίρως ‘ΣΕ ΑΓΑΠΩ’.
Συνειδητοποίησα ακόμη τη σπουδαιότητα του να δίνουμε στους αγαπημένους μας το χρόνο που τους αξίζει. Τίποτα στη ζωή δεν είναι και δεν θα είναι πιο σημαντικό από την οικογένεια σου. Αφιέρωσε χρόνο σ΄αυτούς που αγαπάς, γιατί αυτοί δεν μπορούν να περιμένουν.

Εντουάρντο Γκαλεάνο στη Βαρκελώνη

oυκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος


στο μυαλό του Σίλα

Related Posts with Thumbnails