Χάρων: Βρε καταραμένε, πλήρωσέ μου το ναύλο!
Μένιππος: Ξεφώνιζε όσο θέλεις, Χάρων, αν αυτό σε ευχαριστεί.
Χάρων: Πλήρωσε τον κόπο, σου λέω, που έκανα για να σε περάσω απέναντι.
Μένιππος: Δεν πρόκειται να πάρεις τίποτα απ’ εκείνον που δεν έχει. (το περίφημο «Ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος»).
Χάρων: Μα είναι δυνατόν να υπάρχει κάποιος χωρίς έναν οβολό στη τσέπη του;
Μένιππος: Δε με νοιάζει αν υπάρχει άλλος, εγώ πάντως δεν έχω.
Χάρων: Μωρέ θα σε πνίξω, μα τον Πλούτωνα, αναθεματισμένε, αν δεν με πληρώσεις.
Μένιππος: Κι εγώ θα σου κοπανίσω το κεφάλι, μ’ αυτό το ξύλο που κρατάς και θα στο κάνω κομματάκια.
Χάρων: Στο τζάμπα δηλαδή ταξίδευες τόση ώρα;
Μένιππος: Να σε πληρώσει ο Ερμής, αυτός που με παρέδωσε σε σένα.
Ερμής: Την πάτησα, μα τον Δία, αν πρόκειται να πληρώνω κι από πάνω, για τους νεκρούς.
Χάρων: Μωρέ δεν θα σ’ αφήσω εγώ να μου την κοπανήσεις.
Μένιππος: Καλά, αφού έτσι θέλεις, τράβα τη βάρκα έξω και περίμενε. Αλλά πώς θα πληρωθείς αφού είμαι άφραγκος;
Χάρων: Καλά μωρέ, δε γνώριζες ότι έπρεπε να πληρώσεις το εισιτήριο;
Μένιππος: Φυσικά και το γνώριζα, αλλά αφού δεν είχα; Δηλαδή τι έπρεπε να κάνω; Επειδή ήμουν άφραγκος έπρεπε να μη πεθάνω;
Χάρων: Δηλαδή θα είσαι ο μοναδικός που θα κοκορεύεσαι ότι ταξίδεψες στο τζάμπα;
Μένιππος: Ε, όχι και τζάμπα. Μήπως δεν άντλησα νερά ή μήπως δεν τράβηξα κουπί; Χώρια που ήμουνα ο μοναδικός επιβάτης που δεν έκλαψε καθόλου.
Χάρων: Δεκάρα δε μετράν’ αυτά για τον βαρκάρη. Ασ’ τα αυτά και πλήρωσε. Γιατί έτσι πρέπει και δεν γίνεται διαφορετικά.
Μένιππος: Αν δεν γίνεται διαφορετικά, τότε αμέσως να με ξαναφέρεις στη ζωή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου