σελιδες

15/3/10

Αλέκος Παπαδόπουλος

Ομιλία στην Ημερίδα της Πολιτιστικής Λέσχης Τραπεζικών Νομού Ηλείας 13/3/2010

Κυρίες και Κύριοι,

Αισθάνομαι την ανάγκη, με αυτή την ευκαιρία, να κάνω μερικές εξομολογήσεις:

Εξομολόγηση πρώτη


Από το 1993, τότε που ο Ανδρέας Παπανδρέου με όρισε Υπουργό Οικονομικών – σε πολλή δύσκολη στιγμή για τη χώρα – προσπαθώ να καταλάβω τι πρέπει να γίνει για την αντιμετώπιση των δημοσιονομικών προβλημάτων.

Σας λέω ειλικρινά ότι εξέτασα το πρόβλημα από όλες τις πλευρές.

· Το έπιασα από τα έσοδα. Από τους φόρους, από τη φοροδιαφυγή, από τη μαύρη οικονομία, από τη διαφθορά, από τους εφοριακούς και ότι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς.

· Το έπιασα από τις δαπάνες. Από τη σπατάλη, από τα ρουσφέτια, από την εν γένει λεηλασία των δημοσίων πόρων, από τις προσλήψεις, από τη λειτουργία των δημοσίων οργανισμών• και από που δεν το έπιασα.

· Το έπιασα από τη πλευρά της οικονομικής ανάπτυξης και μεγέθυνσης. Από την αύξηση του ΑΕΠ από τη μείωση του πληθωρισμού και της ανεργίας, από την αύξηση της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικότητας.

· Το έπιασα από την ανάγκη να εισέλθουμε στην Ευρωζώνη. Από τα προγράμματα σύγκλισης και σταθερότητας, από τα κριτήρια της ΟΝΕ, από το σύμφωνο σταθερότητας αλλά και από τις εμπειρίες άλλων χωρών.

· Το έπιασα από την πλευρά της ηθικής διάστασης. Από την ενοχή απέναντι στις επερχόμενες γενιές, από το ύψος των τόκων που από τότε έβλεπα ότι θα πνίξουν τα παιδιά μας τα επόμενα χρόνια, από την απαράδεκτη κατάσταση του να ζει ένα ολόκληρό έθνος με δανεικά.

· Το ανέλυσα και από την πλευρά της εθνικής αξιοπρέπειας.

Όλα αυτά τα πάλεψα με όλες μου τις δυνάμεις και μάλιστα πολλές φορές συγκρούστηκα για αυτά ακόμα και με αγαπημένους μου φίλους και συντρόφους.

Μέσα από όλη αυτή τη διαπάλη που έγινε στο μυαλό μου, αυτό που κατέληξα, δεν ήταν απλά το συμπέρασμα σύνθετων συλλογισμών, ούτε μόνο το απόσταγμα πλούσιων εμπειριών• ήταν, ας μου επιτρέψετε να το χαρακτηρίσω έτσι, μία φοβερή αποκάλυψη.

Το δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας δεν είναι ούτε το έλλειμμα ούτε το χρέος. Το δημοσιονομικό μας πρόβλημα είναι το ίδιο το πολιτικό μας σύστημα!!

Αυτό το σύστημα είναι που δημιουργεί τις ανεκπλήρωτες προσδοκίες σε όλα τα στρώματα του πληθυσμού. Αυτό το σύστημα είναι που δημιουργεί δαπάνες για να διασφαλίσει την αναπαραγωγή του.

Αυτό είναι που με λεονταρισμούς καταγγέλλει τη φοροδιαφυγή και ταυτόχρονα απολογείται όταν θα πρέπει να τη συλλάβει ή να ζητήσει και κανένα φόρο για τη λειτουργία του κράτους. Αυτό το σύστημα είναι που σε κάθε του βήμα ασχολείται μόνο με το περιβόητο πολιτικό κόστος και τις δημοσκοπήσεις, που είναι έρμαιο του λαϊκισμού και του κυνηγητού των εντυπώσεων, που όχι μόνο δημιουργεί τα ελλείμματα και το χρέος αλλά θεωρεί την αντιμετώπισή τους σαν απειλή της ύπαρξής του.

Αυτή η πατερναλιστική ή, καλύτερα, ψευδό-πατερναλιστική αντίληψη του πολιτικού συστήματος είναι το δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας.

Εξομολόγηση δεύτερη


Ως Υπουργός Εσωτερικών και Δημόσιας Διοίκησης ασχολήθηκα με τη λειτουργία του κράτους και προσπαθούσα να αντιληφθώ την παθογένεια της Κρατικής Διοίκησης, της Αυτοδιοίκησης και των Δημόσιων Οργανισμών. Και εδώ προσπάθησα να αντιμετωπίσω τα προβλήματα από πολλές πλευρές.

· Το είδα από την πλευρά της βελτίωσης της ποιότητας των δημοσίων υπαλλήλων, όπως από την πλευρά της κατάρτισης, των νέων τεχνολογιών, του νέου δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα, του κώδικα διοικητικής διαδικασίας κλπ

· Το είδα από την πλευρά της δημιουργίας νέων και σύγχρονων αποκεντρωμένων διοικητικών σχημάτων και προχώρησα στην εσωτερική αναμόρφωση των 13 περιφερειών, στον «Καποδίστρια» και σ’ άλλους θεσμούς.

· Το είδα από την πλευρά της δημιουργίας σύγχρονων ελεγκτικών μηχανισμών για τον περιορισμό της διαφθοράς και τη ποιοτική βελτίωση των παρεχομένων υπηρεσιών και θέσπισα τον συνήγορο του πολίτη, τους επιθεωρητές του κράτους, τους επιθεωρητές δημόσιας υγείας, τους δημοσιονομικούς ελεγκτές, το ΣΔΟΕ, τα ελεγκτικά κέντρα κλπ

Το είδα και από άλλες πλευρές. Το συμπέρασμα από όλα αυτά είναι το εξής:

Το πολιτικό σύστημα είναι αυτό που από την εθνική ανεξαρτησία μέχρι σήμερα, θεωρεί τη δημόσια διοίκηση ως δεξαμενή ψηφοθηρικής πελατείας για την αναπαραγωγή του. Είναι αυτό που καταρρακώνει γενιές ολάκερες ελληνοπαίδων συναλλασσόμενο μαζί τους για μια θέση στο Δημόσιο και στη συνέχεια για όλες τις δια βίου προαγωγές τους.

Είναι αυτό το οποίο εξοβέλισε κάθε έννοια αξιοκρατίας και αξιολόγησης του παραγόμενου έργου στη Δημόσια Διοίκηση την οποία έχει υποκαταστήσει με την κομματική αξιολόγηση και υποταγή.

Είναι αυτό το πολιτικό σύστημα που δεν θέλει να αντιληφθεί ότι το σύνταγμα καθιέρωσε τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων προκειμένου να κατοχυρώσει την ανεξαρτησία τους από το πολιτικό σύστημα και όχι την υποταγή τους σε αυτό.

Η μονιμότητα θεσπίστηκε υπέρ της Δημόσιας Διοίκησης και του Δημοσίου συμφέροντος και όχι υπέρ του υπαλλήλου για να μένει ανεξέλεγκτος και ατιμώρητος.

Είναι τέλος αυτό που έχει υιοθετήσει παρωχημένες ιδέες, αναγόρευσε τον εκσυγχρονισμό της χώρας βασικό του ιδεολογικό εχθρό και έγινε έρμαιο των δυνάμεων της καθήλωσης και του αναχρονισμού.

Εξομολόγηση Τρίτη

Ως Υπουργός Υγείας και Πρόνοιας προσπάθησα να καταλάβω πώς τελοσπάντων λειτουργεί το ανοργάνωτο και πολυ-διαχυμένο σύστημα κοινωνικής προστασίας της χώρας καθώς και ποιες είναι οι αιτίες της συνεχούς καταβύθισης και απαξίωσης του Δημόσιου συστήματος υγείας. Και εδώ προσπάθησα να αντιμετωπίσω τα προβλήματα από πολλές μεριές.

· Το αντιμετώπισα από την πλευρά των δαπανών, όπως είναι η αδιαφάνεια της διαχείρισης τους και η αναποτελεσματικότητά τους.

· Το αντιμετώπισα από την πλευρά των ιατρικών εξοπλισμών και των προμηθειών, διαπιστώνοντας την έλλειψη οργάνωσης και κανόνων στις δημόσιες συμβάσεις.

· Το αντιμετώπισα από την πλευρά της διοίκησης, διαπιστώνοντας έλλειψη σύγχρονου management και την ύπαρξη διοικητικών δομών της δεκαετίας του ‘50.

· Το αντιμετώπισα από την πλευρά των ανθρώπινων πόρων, της αξιολόγησης του προσωπικού καθώς και από την πλευρά της πιστοποίησης των παρεχομένων υπηρεσιών

· Τέλος το αντιμετώπισα και από την πλευρά της διόγκωσης των ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας σε βάρος του Δημόσιου συστήματος υγείας.

Ίσως φανώ κουραστικός αλλά και εδώ η εξομολόγησή μου δεν διαφέρει από τις προηγούμενες εξομολογήσεις.

Το αδύναμο κοινωνικό κράτος δεν οφείλεται στην έλλειψη πόρων ούτε σε κάποιους κακούς υπαλλήλους ούτε σε κάποιους ιδιοτελείς γιατρούς του ΕΣΥ.

Οφείλεται στην έλλειψη σταθερής πολιτικής βούλησης να εξυγιάνει το σύστημα και να το προσαρμόσει στα σύγχρονα δεδομένα.

Το ίδιο το πολιτικό σύστημα, σε κάθε απόπειρα εκσυγχρονισμού των διοικητικών δομών αισθάνεται ότι απειλείται η αναπαραγωγή των πελατειακών του σχέσεων, τόσο στη διοίκηση του συστήματος μέσω των κομματικών εντεταλμένων, όσο και στην διασφάλιση της πολιτικής διαμεσολάβησης για την παροχή υπηρεσιών υγείας

Κυρίες και κύριοι,

Μετά απ’ όλα αυτά θα με ρωτήσει κάποιος «Καλά κυρ Αλέκο, και εσύ τι έκανες για όλα αυτά;»

Θα απαντήσω λοιπόν:

Όλο αυτό το κατηγορητήριο κατά του πολιτικού μας συστήματος απαιτεί τρεις σοβαρές διευκρινίσεις:

· Πρώτον, είμαι και εγώ μέρος αυτού του συστήματος, συμμέτοχος διαμορφωτής και άρα συνυπεύθυνος.

· Δεύτερον, δεν επιδιώκω την πλήρη απαξίωση του πολιτικού μας συστήματος ούτε ακυρώνω τα επιτεύγματά του από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα. Απαξίωση, άλλωστε, του πολιτικού μας συστήματος δεν είναι η κριτική του, όσο σκληρή κι αν είναι. Είναι η ανοχή και η σύμπραξη στα ανομήματά του.

· Και τρίτον, μίλησα σκληρά γιατί νοιώθω ότι στην ουσία μίλησα για τον αμφιλεγόμενο πολιτισμό μας, δηλαδή, για τον τρόπο που συμπεριφέρονται οι πολίτες και οι εκπρόσωποί τους.

Επισημαίνω, λοιπόν, με έμφαση και με πάθος τις αδυναμίες του πολιτικού μας συστήματος γιατί στην όποια ιεράρχηση των πολλών προβλημάτων των χώρας θεωρώ πρώτη προτεραιότητα και αναγκαίο πρόκριμα την αναμόρφωση αυτού του συστήματος.

Η Ελλάδα, παρά την πρόοδο της τελευταίας εικοσαετίας, δεν διαθέτει το απαραίτητο θεσμικό και πολιτικό οπλοστάσιο, καθώς και τα οργανωτικά πλαίσια, προκειμένου να ενσωματώσει αποτελεσματικά τα γεγονότα του νέου αιώνα.

Το ερώτημα όμως το οποίο τίθεται σήμερα είναι ποιοι είναι οι τομείς που θα επιλεγούν προκειμένου να αναπτυχθούν διακριτές πολιτικές παρέμβασης, οι οποίες θα οδηγήσουν στην αναγέννηση των θεσμών της χώρας, στη δημιουργία ενός νέου σύγχρονου κράτους και ενός νέου βιώσιμου πολιτισμού σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής των Ελλήνων. Ολιστικές παρεμβάσεις με στόχο την εξυγίανση όλων των ασθενών πεδίων δεν θα μπορούσαν να είναι εφικτές, εάν η όποια προσπάθεια ανάταξης και προσαρμογής της χώρας δεν ξεκινούσε με πρώτο σημείο παρέμβασης τη λειτουργία του ίδιου του πολιτικού συστήματος, ώστε να ακολουθήσουν οι μεταρρυθμιστικές παρεμβάσεις στα άλλα πεδία, όπως την οικονομία, την παιδεία, την υγεία, την δημόσια διοίκηση κλπ.

Πρώτη προϋπόθεση, λοιπόν, μιας νέας πορείας κατά την επόμενη δεκαετία είναι να απαλλαγεί η χώρα από τη «δημοκρατικότητα» της αδράνειας του σημερινού πολιτικού συστήματος. Να απαλλαγεί δηλαδή, σταδιακά αλλά όχι αργά, από την παρωχημένη μεσανατολίτικη κουλτούρα που διαμόρφωσε το πλαίσιο της σημερινής δράσης και συμπεριφοράς των πολιτικών δυνάμεων αλλά και από τον ιδιότυπο αυτισμό, με βάση τον οποίο είτε αγνοεί τις εξελίξεις είτε τις αξιολογεί απομακρυσμένες από τα πραγματικά συμφέροντα των πολιτών και του δημόσιου συμφέροντος. Να απαλλαγεί από την κατάσταση του «απλού παρατηρητή» των γεγονότων, που αποσυνθέτουν ολόκληρες λειτουργίες της κοινωνίας και εντέλει την ίδια την κοινωνία. Να απαλλαγεί από την κατάσταση του απλού διαχειριστή που συναλλάσσεται με τις ατομικές προσδοκίες και τα αιτήματα των πολιτών, με σκοπό την πολιτική αναπαραγωγή του σε βάρος των συλλογικών επιδιώξεων και στόχων.

Η πελατειακή και εκμαυλιστική φύση του πολιτικού συστήματος για δεκαετίες ολόκληρες διαμόρφωσε τις κρατικές δομές και λειτουργίες, όχι με στόχο την άσκηση πολιτικών προς όφελος του κοινωνικού συνόλου αλλά την ικανοποίηση συντεχνιακών αιτημάτων. Στο πλέγμα αυτό, συντεχνία είναι και ο κάθε πολίτης που διαθέτει πρόσβαση τόσο στο σύστημα λήψης αποφάσεων όσο και στο σύστημα εκτέλεσής τους. Αυτό το επισημαίνω, γιατί η ευρύτητα της πρόσβασης και το πλήθος των συμφερόντων που συνωστίζονται σε κάθε τομέα πολιτικής, από το πιο μεγάλο ως το πιο ασήμαντο, αυτή η μοναδική «δημοκρατικότητα» της αδράνειας και του ρουσφετιού που χαρακτηρίζει το ελληνικό πολιτικό σύστημα, είναι ίσως ο πρώτος παράγοντας που δυσκολεύει περισσότερο από κάθε άλλον το μεταρρυθμιστικό εγχείρημα του μέλλοντος.

Στο νέο περιβάλλον που διαμορφώνεται, το μεταρρυθμιστικό εγχείρημα της επόμενης δεκαετίας είναι υποχρεωτικό να πετύχει χωρίς νοθεύσεις και ιαματικά ψεύδη. Και για να γίνει τούτο, δύο είναι οι απαραίτητες και αναγκαίες συνθήκες: Πρώτον, μέσα από ένα συγκροτημένο πρόγραμμα μέτρων, να σπάσουν ένας προς έναν όλοι οι κρίκοι της αλυσίδας εκείνων των πολιτικών παραθεσμών που καθηλώνουν την πολιτική λειτουργία της χώρας σε μια ιδιότυπη αδράνεια. Δεύτερον, μέσα από μια συνολική πολιτική μεταρρυθμίσεων, από ένα μεταρρυθμιστικό σοκ, να σπάσουν όλοι οι κρίκοι της πολιτικής διαπλοκής με τα επιμέρους συμφέροντα και συντεχνιακά προνόμια.

Αναγκαία συνθήκη, ουσιώδης όρος και απαραίτητη προϋπόθεση είναι η κατάκτηση της αυτογνωσίας. H αυτογνωσία μας οδηγεί στη διαπίστωση ότι το πολιτικό μας σύστημα έχει υιοθετήσει παρωχημένες ιδέες και ενθάρρυνε τη μετριοκρατία και τον κομματισμό. Ανέχθηκε, αν δεν υποδαύλισε, αντιθεσμικές συμπεριφορές. Λησμόνησε και περιφρόνησε όσα διακήρυξε και όσους είχε παραπλανήσει και καταπείσει. Έγινε έρμαιο των δυνάμεων της καθήλωσης και της καθυστέρησης. Η σημερινή πορεία της χώρας θα ήταν πιθανόν διαφορετική, αν η πολιτική τάξη δεν είχε απαρνηθεί ακόμη και τη γεμάτη μεταπτώσεις και αντιφάσεις ιστορία της.

Κατά κανόνα υιοθετεί με ενθουσιώδη ελαφρότητα τις υποδείξεις των «τεχνικών» της πολιτικής και της επικοινωνίας. Η γνήσια πολιτική, όμως, δεν είναι τεχνική ούτε ειδύλλιο. Δεν μπορεί να κυριαρχείται μόνο από τις ψυχρές αφαιρέσεις των ένοχων σκοπιμοτήτων. Δεν μπορεί να καθορίζεται από διάφορους ειδικούς, κατέχοντες την «συμπυκνωμένη άγνοια», χωρίς πολιτική νομιμοποίηση. Η προσφέρουσα πολιτική είναι εκείνη που εκφράζεται με γνήσιο συναισθηματικό κριτήριο, είναι γεμάτη από ευθύνη μόνο για τη χώρα και το δημόσιο συμφέρον, λειτουργεί με ορθολογισμό και χαρακτηρίζεται από ευστάθεια στις αποφάσεις και τους στόχους.

Κυρίες και κύριοι,

Δεκαετίες τώρα η χώρα μας αγωνίζεται, φοβάμαι όχι με πολλή επιτυχία, να σμικρύνει την “ιστορική καθυστέρηση” που έχει από τους άλλους ευρωπαϊκούς λαούς. Ο στόχος και το περιεχόμενο αυτής της προσπάθειας, ενώ είναι ίδιος σε όλες τις εποχές, βαφτίζεται κάθε φορά όμως με διαφορετικό όνομα. Η αριστερά στη δεκαετία του ’40 το ονόμαζε «βαριά βιομηχανία», ο Κωνσταντίνος Καραμανλής το ονόμασε «εξευρωπαϊσμό της χώρας», ο Ανδρέας Παπανδρέου «κοινωνική αλλαγή» και ο Κώστας Σημίτης «εκσυγχρονισμό». Για το ίδιο συλλογικό καημό μιλούσαν αλλά με διαφορετικές λέξεις. Όμως ο δυισμός περί του εθνικού χαρακτήρα των Ελλήνων υπήρξε ένας σημαντικός παράγοντας που και σήμερα καθηλώνει την εξέλιξη της χώρας. Είναι η σύγκρουση ανάμεσα σ’ εκείνους που αυτοπροσδιορίζονται υποκριτικά ως οι εκφραστές του “μεταβυζαντινού και μεσανατολίτικου προτύπου” και σε εκείνους που οραματίζονται σταθερά την μετεξέλιξη της χώρας σ’ ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος. Μας το αναβιώνει ανάγλυφα ο συμπατριώτης μου Ιωάννης Κωλλέτης, που ως πρέσβης της Ελλάδας στο Παρίσι κυκλοφορούσε με ρεντικόντα από πάνω και φουστανέλα από κάτω. Η αντίφαση αυτή είναι ο «δαίμονας που μας κυνηγάει» και που τόσο εκφραστικά αναφέρει ο Γιώργος Σεφέρης σε συνομιλία του με τον Φαμπρίκιο (Γιώργο Θεοτοκά) το 1968: «Δεν μου φταίνε οι θεσμοί και τα πολιτικά συστήματα. Μου φταίει το δαιμόνιο που έχουμε να εξευτελίζουμε τον κάθε θεσμό και το κάθε σύστημα και να σκεπάζουμε τα καμώματά μας με ρητορείες». Η χώρα μας σήμερα όμως, κυρίες και κύριοι, δεν έχει πλέον μόνο ρητορείες, έχει και δεμένα χέρια· και αναζητεί διεξόδους.

Φοβούμαι ότι η σημερινή οικονομική κρίση που πλήττει την χώρα οδηγεί την Ελλάδα στην κατηγορία των τριτευρωπαϊκών χωρών. Η πορεία αυτή πρέπει ν’ ανατραπεί άμεσα.

Το μήνυμα, κυρίες και κύριοι, που σήμερα αναβλύζει από την ψυχή και τον νου εκείνων των μελών της ελληνικής κοινωνίας, που μπορούν ακόμη να νοιάζονται πέραν από τον εαυτό τους και ν’ αγωνιούν για το μέλλον της χώρας μας είναι ένα και καθαρό: Ο ελληνισμός πρέπει να παύσει να εξελίσσεται ως το ανάπηρο καθυστέρημα της Ευρώπης.

Γι’ αυτό πρέπει πρωτίστως η ελληνική κοινωνία να μην υποκύπτει στην ιδεολογική τρομοκρατία που ασκούν καθημερινά οι δημοκόποι διαδηλωτές της ακινησίας της. Να νιώσουμε ότι το υπέρτατο χρέος αυτή τη στιγμή είναι ν’ απαλλάξουμε τη χώρα από τα δεσμά της αναγκαστικής εξάρτησής της στις διεθνείς κεφαλαιαγορές, προκειμένου να επιζήσει. Κι όλα αυτά γιατί επί δεκαετίες απολαύσαμε μια ψευδή ευημερία με δανεικά κεφάλαια και ήρθε η ώρα της αποληρωμής. Από το 1972 (πετρελαιακή κρίση) μέχρι και σήμερα, επί 38 χρόνια υιοθετήσαμε άκριτα και εφαρμόσαμε εγκληματικά το αγγλοσαξονικό οικονομικό μοντέλο ανάπτυξης, που στηρίχθηκε στην επιδοτούμενη κατανάλωση χωρίς όμως να είμαστε αγγλοσάξονες. Γι’ αυτό στη δεκαετία του ’70 και του ’80 ανεχθήκαμε και ολοκληρώσαμε την πλήρη σχεδόν αποβιομηχανοποίηση της χώρας και στις μέρες μας παρακολουθούμε ως απλοί παρατηρητές την εξοντωτική, λόγω της κρίσης, αποβιοτεχνοποίηση της χώρας.

Κυρίες και κύριοι,

Με αποξηραμένη την παραγωγική σου βάση δεν πας μακρυά. Αλλά και το υπέρογκο δημόσιο χρέος που σήμερα μας πνίγει δεν είναι μόνο ένα απλό συγκυριακό αποτέλεσμα ανεύθυνων οικονομικών επιλογών. Είναι μια βαθειά αυτοκαταστροφική επιλογή της χώρας πολλών δεκαετιών, που οι συνέπειές της απλώς επισπεύτηκαν εκθετικά από την ανικανότητα της προηγούμενης κυβέρνησης. Και γνωρίζετε ότι δεν τα λέω αυτά σήμερα για πρώτη φορά. Ήμουν μια ενοχλητική και παράταιρη επωδός τα τελευταία χρόνια.

Δεν υπάρχουν “επτασφράγιστα μυστικά” που θα γιατρέψουν την οικονομία. Ούτε εδώ ούτε στο εξωτερικό υπάρχουν για να τ’ αναζητήσουμε. Δεν ζούμε σε εποχή “ήρεμων νερών”. Η οικονομία μας έχει σοβαρά και δυσεπίλυτα προβλήματα και το σημαντικότερο, κατά την άποψή μου, πρόβλημα είναι ότι δεν έχει θέσει ακόμη μετρήσιμους στόχους. Καμία κυβέρνηση κάτω από τις παρούσες συνθήκες δεν μπορεί ν’ ακολουθήσει τον δρόμο της καθιερωμένης “σοφίας” της πολιτικής. Μια συνήθης και ανέμελη πολιτική διαχείριση θα έμοιαζε απελπιστικά φρόνιμη επιλογή τη στιγμή που οι περιστάσεις απαιτούν έξυπνες και ριζοσπαστικές πρωτοβουλίες.

Απαιτούνται συθέμελες αλλαγές για να απελευθερωθεί η οικονομία αλλά και η ίδια η κοινωνία από τα στερεότυπα που την διατηρούν καθηλωμένη. Δεν συμφωνώ μ’ όλους εκείνους, οι οποίοι προτείνουν, προφανώς από αδυναμία, τον δρόμο των χαμηλών και σταδιακών μεταρρυθμίσεων. Κατά τη γνώμη μου οι βραδείες μεταρρυθμίσεις σπανίως επιτυγχάνουν το σκοπό τους, γιατί εντωμεταξύ η χώρα συνηθίζει στην κατάσταση, η οποία προκάλεσε την πίεση για μεταρρύθμιση και γιατί η πίεση και ο ενθουσιασμός, που χωρίς αυτά τα στοιχεία καμιά μεταρρύθμιση δεν επιτυγχάνει, βαθμιδόν εξανεμίζονται. Ο τραγικός ρεαλισμός της ιστορίας λειτουργεί ερήμην των βραδυπορούντων.

Κυρίες και κύριοι,

Όταν έχεις μια τόσο μεγάλη εξάρτηση από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές για να επιβιώσεις, δεν μπορείς να συμπεριφέρεσαι ή να καλλιεργείς απαιτήσεις σαν να είσαι μέλος της λέσχης G-7 των πλουσίων του πλανήτη. Οι κερδοσκόποι είναι σαν τους λύκους που η φύση τους είναι να τρώνε τα πρόβατα. Η κύρια ευθύνη όμως ανήκει σε σένα να φυλάς το μαντρί σου.

Από δω και πέρα, τουλάχιστον ας βλέπουμε «μέχρι εκεί που φτάνει η γούνα μας». Η επιθυμία για ένα χειροπιαστό και βέβαιο μέλλον κατά τη δεκαετία αυτή δεν συνταιριάζει με την χυδαία και λιπαρή υπερκατανάλωση, που τα προηγούμενα χρόνια προκάλεσε μεγάλες κοινωνικές αλλοιώσεις, θέριεψε την υποκουλτούρα και τις απαξίες σε μεγάλα τμήματα της κοινωνίας και ταυτόχρονα προκάλεσε βάναυσα τμήματα του ελληνικού λαού, τα οποία βιώνουν προβληματικά και απορούν με τον προκλητικό βίο πολλών «λούμπεν με λεφτά». Όλα αυτά αποδυνάμωσαν την χώρα και την έκαναν ευάλωτη.

Το μεγάλο ερώτημα είναι αν υπάρχει ελπίδα ανάταξης της χώρας. Αν ο σημερινός εφιάλτης θα τελειώσει σύντομα. Αν υπάρχει αισιοδοξία και που την αναζητούμε.

Πιστεύω ότι δεν θα υποπέσω στο ολίσθημα της υπερβολής, αν ισχυρισθώ ότι σήμερα διαμορφώνεται μια νέα γενιά ανθρώπων σε ολόκληρο το πολιτικοκοινωνικό φάσμα, στο χώρο τον εργασιακό, στο χώρο των νέων επιστημόνων, στο χώρο τον επιχειρηματικό, που μπορούν να στοχάζονται και να κρίνουν ορθά, να δρουν και να πράττουν με ευθυκρισία και ευθυγνωμία και ακόμη να οραματίζονται ελεύθερα.

Η επικράτηση όμως του φόβου και όχι της προσδοκίας για το αύριο υποσκάπτουν την αυτοπεποίθηση της νέας γενιάς και της χώρας. Ο κίνδυνος μιας νέας αστάθειας δεν μπορεί να είναι το μέλλον τους. Το μέλλον το διαμορφώνουν οι ερχόμενες γενιές και όχι οι απερχόμενες. Κάθε εποχή έχει τους δικούς της ανθρώπους. Το μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα της Ελλάδας είναι οι νεότερες μορφωμένες γενιές της. Ένα επιστημονικό δυναμικό ανενεργό και σχολάζον, αλίμονο, που όμως αναλογικά με τον μικρό πληθυσμό της χώρας, είναι από τα μεγαλύτερα στον κόσμο. Από αυτό το εθνικό κεφάλαιο και μόνο θα προκύψουν οι μέλλουσες ηγεσίες της χώρας, πολιτικές, επιστημονικές, πνευματικές κλπ.

Η προσαρμογή και ο διαρκής εκσυγχρονισμός απαιτεί πλέον διαχειριστές άλλου τύπου. Θέλει δημόσιους λειτουργούς με ενσωματωμένη τη σύγχρονη κουλτούρα, τεχνικά καταρτισμένους, πολιτικά και κοινωνικά επαρκείς· λειτουργούς με αίσθημα αποστολής και κοινωνικής δικαιοσύνης. Η εποχή ζητάει δημόσια πρόσωπα με πρωτοτυπία σκέψης και πολιτικό διαμέτρημα, οι οποίοι θα διαθέτουν το δώρημα της φαντασίας και της τόλμης. Η χώρα θέλει πολιτικούς οδηγητές που αντιλαμβάνονται την εποχή τους και έχουν έτοιμο πρόγραμμα και θέληση να το εφαρμόσουν. Ένα πρόγραμμα όμως ούτε θα προηγείται ούτε θα έπεται της πραγματικότητας, αλλά θα βρίσκεται εντός της και θα εμπνέεται από ένα νέο ελληνικό πολιτισμικό πρότυπο με σύγχρονες αξίες, οι οποίες θα συνδέουν το αύριο με τα θετικά στοιχεία του παρελθόντος.

Η μορφή του μέλλοντος εξαρτάται από το πλέγμα των νέων θεσμών που θα οικοδομήσουν την δεκαετία αυτή μέσα σ’ ένα καινούργιο πλαίσιο αλλαγών και εξελίξεων. Η Ελλάδα οφείλει τώρα να σφυρηλατήσει την ταυτότητά της και να προσδιορίσει τα συμφέροντά της, αφενός σε σχέση με τις ενδογενείς εξελίξεις στην Ευρώπη, αφετέρου μέσα από τις διαμορφώσεις του άνισου διεθνούς ανταγωνισμού.

Η γενιά η δική μου ας περιοριστεί μόνο στον χρήσιμο ρόλο του ιμάντα που θα συνδέσει τις δύο εποχές σ’ αυτή την, ούτως ή άλλως, μεταβατική περίοδο που διερχόμαστε. Η νέα αυτή δύναμη αλλαγής που γεννιέται είναι επιτακτικό να διαπεράσει τους οικονομικούς θεσμούς και τις επικρατούσες πεποιθήσεις. Να ανοίξει το συντομότερο ένα βιώσιμο μεταρρυθμιστικό δρόμο. Να κάνει αποφασιστικές επιλογές ως προς το χαρακτήρα της σύγχρονης τάξης πραγμάτων στη χώρα.

Κυρίες και κύριοι,

Εγώ αυτά θεωρώ στην παρούσα φάση ως τον ορισμό της πολιτικής ευθύνης και συμφωνώ μ’ εκείνους που δεν περιμένουν μοιρολατρικά την γονιμοποίηση της απελπισίας για να προκύψουν οι νέες προϋποθέσεις στη χώρα μας.

Σας ευχαριστώ πολύ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts with Thumbnails