Σήμερα το πρωί, κατεβαίνοντας με τα πόδια στη δουλειά, άκουσα φωνές. Μια γριά στρίγγλιζε. Δεν καταλάβαινες τι έλεγε. Γύρισα και το πρώτο που είδα ήταν ένας τύπος γύρω στα 25 που έτρεχε στην κατηφόρα μ’ ένα θριαμβευτικό χαμόγελο! Με τα πολλά η γριά εξήγησε ότι πήγε να της αρπάξει την τσάντα.
Πιο κάτω τον ξανασυνάντησα. Φαίνεται πάλι κάτι είχε κάνει και τον είχαν στριμώξει σε μια είσοδο. Ένα ψηλό σεκιούριτι τον είχε γραπωμένο από τους γιακάδες και του έκανε ερωτήσεις. Του ζήταγε κάτι - μάλλον τα χαρτιά του. Ήταν Έλληνας. Ήταν αναψοκοκκινισμένος και ανήσυχος, αλλά όχι ακριβώς πανικόβλητος. Είχε ένα βλέμμα καταφερτζή με φιλοσοφία «Κάνω ό,τι μου κάνει η ζωή». Θα τον έλεγες έως και συμπαθή, αν δεν σκεφτόσουν ότι θα μπορούσε να ρίξει κάτω τη γριά μάνα σου (μια θεία μου την έριξαν κάτω στην πλατεία Καραΐσκάκη, τη ματοκύλισαν μέχρι να της κόψουν το χρυσό σταυρό της).
Στη Βουκουρεστίου σύντομα μαζεύτηκαν οι περίεργοι. Χωρίς κανείς από αυτούς να ξέρει τι ακριβώς είχε κάνει ο νεαρός, άρχισαν να βράζουν και να βρίζουν. Ό,τι νόμιζε ο καθένας! Κούναγαν το κεφάλι κι επαύξαναν! Τερατολογούσαν. Σπρώχνονταν να δουν. Οι πωλητές είχαν βγει στις εισόδους, στενεύοντας τα μάτια για να δουν καλύτερα - επ’ ευκαιρία, άναβαν κι ένα τσιγαράκι. Κάποιος χασκογέλαγε. Θυμοσοφίες, μαγκιές, νέες τερατολογίες.
Αν υπήρχε κάποια μικρή πιθανότητα να «καταδώσω» το κατόρθωμα που είχα δει τρεις δρόμους πιο πάνω, τώρα δεν υπήρχε περίπτωση. Ο νόμος του Λυντς είναι για μένα ένα από τα απεχθέστερα χαρακτηριστικά του ανθρώπινου είδους - το πώς «φορτώνει» και χτίζεται η συλλογική θηριωδία, χωρίς να ξέρει κανείς το ακριβές έγκλημα του θύματος, απλώς προβάλλοντας ο καθένας πάνω του τις συσσωρευμένες φοβίες και την οργή του.
Υπάρχουν σκηνές στον Τρίτο Άνθρωπο και το Μ που το δείχνουν τέλεια. Κι όχι τυχαία, αυτές οι σκηνές διαδραματίζονται σε πόλεις διαλυμένες κι άρρωστες (στη βομβαρδισμένη Βιέννη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και στο νοσηρό Βερολίνο λίγο πριν από την άνοδο του Χίτλερ). Μια μικρή δικαιολογία, μια μικρή κραυγή, μια ανυπόστατη κατηγορία ειπωμένη με το δέον πάθος, είναι ικανά να μαζέψουν το περαστικό πλήθος σαν ένα κοπάδι ύαινες γύρω από το θύμα. Όσο πιο σκοτεινή η εποχή, τόσο πιο τυφλά τα χτυπήματα. Όσο πιο άδικη η εποχή, τόσο πιο δυσανάλογη η γιούργια. Έχω δει γυναίκα σε φανάρια της Ακαδημίας, επειδή ένα αυτοκίνητο πέρασε ελάχιστα μέσα στη διάβαση πεζών, να ορμάει και χωρίς καν να προηγηθεί κάποιος διάλογος, να αρχίζει να χτυπάει επί τρία ολόκληρα λεπτά με ανοιγμένες παλάμες τα τζάμια του και να επαναλαμβάνει με υστερικές κραυγές «Εί-ναι κό-κκι-νο! Είναι κό-κκι-νο!». Κραύγαζε σαν να θρηνεί, σαν να λυσσάει για κάτι άλλο. Τόσο, που αρχικά νόμισα ότι ήταν άρρωστη. Αλλά τελικά ήταν μια γυναίκα με σπασμένα νεύρα. Κι όχι τυχαία, το αμάξι ήταν ένα ακριβό τζιπ, με μαύρα τζάμια.
Αυτό το αγελαίο ένστικτο είναι νομίζω φυτεμένο στη φύση του ανθρώπου. Γεννιόμαστε ζώα, μ’ ένα φορτίο ένστικτα - πολλά εκ των οποίων εμπεριέχουν αυτοκαταστροφή κι επίθεση. Χρειάζεται αγώνας για να μετασχηματισθεί κανείς από ζώο σε άνθρωπο. Αλλά, ακόμα και τότε, το θηρίο λαγοκοιμάται μέσα του και με την πρώτη ευκαιρία, π.χ. μέσα στην ανωνυμία της αγέλης, ορμάει ξανά, απελευθερωμένο. Γι’ αυτό και ανθεί τόσο πολύ o τραμπουκισμός στο ίντερνετ κι έχουν σουξέ τα ανθρωποφαγικά και χυδαία μπλογκ. Είναι ο νόμος του Λυντς, ειπωμένος μοντέρνα.
Όπως είδατε, δεν κρίνω ούτε τη γριά, ούτε τον κλέφτη, ούτε τη γυναίκα, ούτε τον οδηγό του τζιπ. Σε κάθε κοινωνία υπάρχουν καλοί και κακοί άνθρωποι. Ξηγημένοι και χυδαίοι. Θύτες και θύματα. Το θέμα μου σήμερα δεν είναι ποιος έχει δίκιο, αλλά πώς αποδίδεται το δίκιο. Ποιος το ορίζει και ποιος φροντίζει να εκτελέσει τη δίκαιη τιμωρία σωστά.
Επειδή ο κοινωνικός ιστός άρχισε να ξηλώνεται (και στους επόμενους μήνες θα κλονιστούν εκ βάθρων όλα όσα ξέρουμε), έχω τον φόβο ότι όλοι όσοι δικαίως νιώθουν εξαπατημένοι κι εξαθλιωμένοι θα κάνουν πολύ χειρότερα πράγματα από αυτά που έχουν υποστεί.
Διότι χάσαμε την μπάλα. Κι αυτοί που εκφράζουν το Κράτος (οι πολιτικοί και η τηλεόραση), κάτω από αυτό το συγκεκριμένο φως της κρίσης, είναι ό,τι προκλητικότερο και αηδέστερο έχω δει ποτέ στη δημόσια σφαίρα.
Στάθης Τσαγκαρουσιάνος
Lifo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου